Περίπου το 10% των εγκύων μητέρων πάσχει ήδη από διαβήτη κύησης. Οι γυναίκες αυτές διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο, ο διαβήτης κύησης μπορεί επίσης να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο αγέννητο παιδί.
Η Ursula Hiden από το Ιατρικό Πανεπιστήμιο του Γκρατς στην Αυστρία ερευνά το πώς ακριβώς γίνεται αυτό.
Διάφορες επιρροές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορούν να επηρεάσουν την υγεία της αναπτυσσόμενης νέας ζωής, καθώς και τη ζωή των εγκύων, εξηγεί η Ursula Hiden από την Πανεπιστημιακή Κλινική Γυναικολογίας και Μαιευτικής και το Ιατρικό Πανεπιστήμιο του Γκρατς.
“Οι μεταβολικές ασθένειες, οι ελλείψεις θρεπτικών συστατικών ή το στρες έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ανάπτυξη του αγέννητου παιδιού, με τις επιγενετικές αλλαγές να παίζουν καθοριστικό ρόλο”, θεωρεί.
Η ερευνήτρια και η ομάδα της διερευνούν πώς οι επιδράσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορούν να αλλάξουν μόνιμα τα κύτταρα του εμβρύου και έτσι να επηρεάσουν τον κίνδυνο χρόνιων ασθενειών στη μετέπειτα ζωή του παιδιού.
Το πρόγραμμα “Prone Adiposity” του οποίου ηγείται – χρηματοδοτούμενο με περίπου 600.000 ευρώ για τα επόμενα τριάμισι χρόνια – επικεντρώνεται στο πώς ο διαβήτης κύησης επηρεάζει τα επιγενετικά πρότυπα. Αυτοί είναι οι μηχανισμοί που ελέγχουν την ενεργοποίηση και απενεργοποίηση των γονιδίων και μπορούν επομένως να αυξήσουν τον κίνδυνο παχυσαρκίας στο παιδί.
Ο διαβήτης κύησης, είναι μια μορφή διαβήτη στη μητέρα που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι μόνιμα αυξημένα. Αυτό συμβαίνει όταν η ορμόνη ινσουλίνη δεν παράγεται επαρκώς ή τα κύτταρα του σώματος δεν αντιδρούν αρκετά ευαίσθητα στην ινσουλίνη. Ο κίνδυνος διαβήτη κύησης είναι ιδιαίτερα υψηλός στο υπερβολικό βάρος.
Τα λιποκύτταρα με τη σειρά τους αναπτύσσονται από τα λεγόμενα μεσεγχυματικά βλαστικά κύτταρα (MSC) κατά τη διαδικασία της λιπογένεσης. Μια αλλαγή στα MSC μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία των λιποκυττάρων και των ιστών που σχηματίζονται, τα οποία επηρεάζουν μια σειρά φυσιολογικών διεργασιών στο σώμα μέσω της απελευθέρωσης αγγελιοφόρων ουσιών. Ωστόσο, τα MSC δεν βρίσκονται μόνο στον λιπώδη ιστό της εγκύου, αλλά και στον ομφάλιο λώρο.
Το τρέχον ερευνητικό πρόγραμμα, που χρηματοδοτείται από το Αυστριακό Επιστημονικό Ταμείο FWF, διερευνά την επίδραση του διαβήτη κύησης στα MSCs. Στο πλαίσιο του έργου, η Hiden συνεργάζεται με την Evelyn Rampler, ειδική στον τομέα της ανάλυσης λιπιδίων στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, και την Cornelia Kasper από το Πανεπιστήμιο Φυσικών Πόρων και Επιστημών της Ζωής, ειδική στον τομέα της in vitro λιπογένεσης.
Το MSC από τον ομφάλιο λώρο θα χρησιμοποιηθεί για να διερευνηθεί κατά πόσον ο διαβήτης κύησης διαταράσσει την αδιπογένεση, προάγει τον σχηματισμό δυσλειτουργικών λιποκυττάρων και έτσι εξηγείται και η τάση των παιδιών που γεννιούνται να αναπτύσσουν παχυσαρκία και άλλες μεταβολικές ασθένειες.
Μέσω αυτής της συνεργασίας, η ομάδα έργου ελπίζει να αποκτήσει βαθύτερη κατανόηση του εμβρυϊκού προγραμματισμού και των μακροπρόθεσμων επιπτώσεών του στην υγεία.
“Ο μεταβολικός χαρακτηρισμός των μητέρων και των νεογνών με την ανάλυση παραμέτρων του αίματος και μετρήσεις του σωματικού λίπους μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τη μετάδοση της παχυσαρκίας και των μεταβολικών διαταραχών από τη μητέρα στο παιδί και να αναπτύξουμε προσεγγίσεις για την πρόληψη”, καταλήγει η Hiden.
(Πηγή: all4diabetes.gr, iatronet.gr)