→ ΣΔ Τύπου 2: 10 Μαΐου – 30 Μαΐου
→ ΣΔ Τύπου 1: 7 Ιουνίου – 20 Ιουνίου
Δράση 2021
Α' Περίοδος
10 Μαΐου - 20 Ιουνίου
Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 1: 7 Ιουνίου – 20 Ιουνίου
Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 2: 10 Μαΐου – 30 Μαΐου

Δράση 2021
Α' Περίοδος
10 Μαΐου - 20 Ιουνίου

👉 Περιεχόμενο Δράσης 2021 για Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2
Υγιεινή διατροφή … στην πράξη!
Η υγιεινή διατροφή μπορεί να ενταχθεί στην καθημερινότητά μας, καθώς συμβάλλει σημαντικά στην ομαλή λειτουργία του οργανισμού και την αποφυγή εμφάνισης χρονίων παθήσεων.
Μία κατηγορία τροφίμων που γνωρίζουμε το πόσο θετική επίδραση έχει στην υγεία μας αλλά πολλές φορές προσπερνάμε τα σημαντικά πλεονεκτήματά της, είναι τα φρούτα και τα λαχανικά. Η τακτική κατανάλωσή τους αποτελεί ασπίδα προστασίας για τον οργανισμό, καθώς προστατεύει από την εμφάνιση υπέρτασης, στεφανιαίας νόσου (π.χ. έμφραγμα), αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων και πολύ πιθανόν από την εμφάνιση καρκίνου. Επιπλέον, φαίνεται ότι προστατεύει από την παχυσαρκία και τον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2, καθώς και από την εμφάνιση άνοιας και άλλων χρόνιων νοσημάτων.
Η ευεργετική τους επίδραση έχει αποδοθεί στην υψηλή περιεκτικότητά τους σε φυτικές ίνες, βιταμίνες (π.χ. καροτενοειδή, βιταμίνη C, φυλλικό οξύ), φυτοχημικές ουσίες (π.χ. πολυφαινόλες) και ανόργανα στοιχεία (π.χ. ασβέστιο, κάλιο, μαγνήσιο). Στα φρούτα συγκαταλέγονται και τα αποξηραμένα φρούτα που είναι κι αυτά πλούσια σε θρεπτικά συστατικά. Χρειάζεται ίσως να προσέχουμε λίγο παραπάνω τη μερίδα γιατί σε μικρή ποσότητα περιέχουν αρκετές θερμίδες.
Ήξερες ότι…
...ανάλογα με το χρώμα των φρούτων και των λαχανικών είναι πλούσια σε διαφορετικά θρεπτικά συστατικά;
Τα φρούτα και τα λαχανικά, δίνουν πολλά και διαφορετικά θρεπτικά συστατικά ανάλογα με το χρώμα τους αλλά και με την ένταση του χρώματός τους. Έτσι, τα καρότα είναι πλούσια σε βιταμίνη Α και η ντομάτα σε λυκοπένιο. Επομένως, για να προσλαμβάνουμε πολλά και διαφορετικά θρεπτικά συστατικά, πρέπει να καταναλώνουμε όχι μόνο ένα είδος λαχανικών και φρούτων, αλλά ποικιλία αυτών και σε αρκετές μερίδες μέσα στη μέρα.

Πηγή: Εθνικός Διατροφικός Οδηγός, 2014, Ινστιτούτο Προληπτικής Περιβαλλοντικής και Εργασιακής Ιατρικής, Εκτυπώσεις IRIS ΑΕΒΕ
...τα φρούτα και τα λαχανικά μας διατηρούν υγιείς αλλά και νέους;
Οι βιταμίνες και οι φυτοχημικές ουσίες, που περιέχονται στα φρούτα και τα λαχανικά, έχουν αντιοξειδωτική δράση, συμβάλλοντας στην προστασία από την εμφάνιση χρόνιων νοσημάτων και στην καθυστέρηση φυσιολογικών διεργασιών, όπως η γήρανση.
...η πιο σωστή μέθοδος κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών είναι και η πιο απλή;
Καλό είναι τα λαχανικά να καταναλώνονται ωμά όσο συχνότερα γίνεται, γιατί με το μαγείρεμα χάνουν μέρος από τα θρεπτικά συστατικά τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τα φρούτα. Προτιμούμε να τα καταναλώνουμε με τη φλούδα, η οποία είναι πλούσια σε φυτικές ίνες, αφού τα πλύνουμε πολύ καλά.
Συμβουλή: Κατά την παρασκευή του χυμού φρούτων χάνεται μέρος των φυτικών ινών. Στην περίπτωση που καταναλώσουμε φυσικό χυμό φρούτων, προτιμούμε να μην τον σουρώσουμε, γιατί έτσι αφαιρούμε τις φυτικές ίνες. Επιπλέον, για ένα ποτήρι χυμού χρειάζονται περισσότερα από ένα φρούτα, γεγονός που προσθέτει θερμίδες.
Extra Συμβουλή: Καλό είναι να μην προτιμούμε τους χυμούς εμπορίου ή τις κομπόστες που περιέχουν προστιθέμενα σάκχαρα ή/και συντηρητικά.
...επιλέγοντας φρούτα και λαχανικά εποχής απολαμβάνουμε το πλούσιο άρωμα και την εξαιρετική γεύση τους;

Πηγή: Εθνικός Διατροφικός Οδηγός, 2014, Ινστιτούτο Προληπτικής Περιβαλλοντικής και Εργασιακής Ιατρικής, Εκτυπώσεις IRIS ΑΕΒΕ

Πηγή: Clipartpanda.com
...είναι ανακριβές να κατηγορούμε το αλάτι για την αύξηση της αρτηριακής πίεσης;
Ο πραγματικός υπαίτιος για τα προβλήματα υγείας είναι το νάτριο που περιέχεται στο αλάτι. Σήμερα επεξεργαζόμαστε το αλάτι αφαιρώντας τα πολύτιμα μεταλλικά στοιχεία που περιέχει στη φυσική του μορφή και ύστερα το προσθέτουμε ραφιναρισμένο στις τροφές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το νάτριο να αποτελεί το 40% του εμπορικού ραφιναρισμένου αλατιού, σε μορφή χλωριούχου νατρίου (NaCl). Το ραφιναρισμένο αλάτι με τη μεγάλη περιεκτικότητα σε νάτριο είναι άμεσα συνδεδεμένο με προβλήματα υγείας όπως η υπέρταση, τα καρδιακά νοσήματα και τα εγκεφαλικά επεισόδια.
Τι πληροφορίες παίρνουμε από έναν διατροφικό πίνακα;
- Στον διατροφικό πίνακα, παίρνουμε πληροφορίες των μακροθρεπτικών συστατικών (υδατάνθρακες -και φυτικές ίνες ή εδώδιμες ίνες-, πρωτεΐνες, λίπη). Αυτό μπορεί να είναι χρήσιμο για τον συνδυασμό ενός συσκευασμένου τρόφιμου με ένα άλλο για ένα ολοκληρωμένο γεύμα ή και για την κατάλληλη δόση ινσουλίνης.
- Πριν ξεκινήσουμε την ανάλυση του πίνακα, είναι πολύ σημαντικό να αντιληφθούμε το μέγεθος του συσκευασμένου τρόφιμου που θα καταναλώσουμε. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η πρώτη στήλη αναφέρεται στα 100 γραμμάρια προϊόντος, ενώ η δεύτερη στήλη στη μερίδα των 30 γραμμαρίων. Αυτό συμβαίνει σχεδόν σε όλα τα συσκευασμένα τρόφιμα.
- Η πρώτη πληροφορία που παίρνουμε είναι η ενέργεια. Αυτή η πληροφορία δεν είναι πάντα χρήσιμη. Μπορεί ένα ανθυγιεινό συσκευασμένο τρόφιμο να έχει λιγότερη ενέργεια από κάποιο υγιεινό συσκευασμένο τρόφιμο. Σε αυτήν την περίπτωση, το κριτήριο της ενέργειας μπορεί και να οδηγήσει σε λανθασμένη επιλογή. Για παράδειγμα, μια συσκευασία ξηρών καρπών μπορεί να έχει περισσότερη ενέργεια από μία σοκολάτα, όμως οι ξηροί καρποί είναι πιο υγιεινοί και θρεπτικοί για τον οργανισμό μας.
- Η επόμενη πληροφορία είναι οι πρωτεΐνες. Τα συσκευασμένα τρόφιμα που είναι κατά βάση πρωτεϊνούχα (π.χ. γάλα), θα έχουν περισσότερη πρωτεΐνη από τα άλλα (π.χ. φρυγανιές).
- Σειρά έχουν οι υδατάνθρακες. Οι υδατάνθρακες μας δίνουν μια πολύ χρήσιμη πληροφορία σε συνεργασία με τις φυτικές ίνες (ή τις εδώδιμες ίνες). Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, στη στήλη της μερίδας των 30 γραμμαρίων, βλέπουμε ότι στο προϊόν υπάρχουν 23,4 γραμμάρια υδατανθράκων, εκ των οποίων τα 7 γραμμάρια είναι σάκχαρα, κοινώς ζάχαρη. Σε αυτήν την κατηγορία, δεν υπάρχει κανόνας, όμως ισχύει το ότι θέλουμε να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερο το ποσό των σακχάρων σε σχέση με τους υδατάνθρακες και όσο το δυνατόν πιο αυξημένο το ποσό των φυτικών ινών.
- Η τελευταία πληροφορία είναι τα λίπη και από αυτά πόσα είναι τα κορεσμένα λίπη. Κι εδώ ακολουθείται το ίδιο σκεπτικό με τους υδατάνθρακες. Βλέπουμε το συνολικό ποσό των λιπών, εδώ 0,39 γραμμάρια και από αυτά, τα 0,12 είναι κορεσμένα. Στο παρόν παράδειγμα, αυτά από μόνα τους είναι αμελητέα ποσότητα. Όμως το σκεπτικό είναι το ίδιο. Από τα συνολικά λιπαρά, θέλουμε όσο το δυνατόν χαμηλότερο ποσό κορεσμένων λιπαρών.

Πηγή: Εθνικός Διατροφικός Οδηγός, 2014, Ινστιτούτο Προληπτικής Περιβαλλοντικής και Εργασιακής Ιατρικής, Εκτυπώσεις IRIS ΑΕΒΕ
Έχει τελικά σημασία η ποιότητα ή η ποσότητα στις τροφές που καταναλώνουμε;
Στρατηγική θέση στην προάσπιση της υγείας του οργανισμού γενικότερα, του εντέρου ειδικότερα αλλά και σε ό,τι αφορά την πρόληψη εμφάνισης διαφόρων ασθενειών, παίζουν οι φυτικές ίνες. Χρησιμοποιώντας το πλεονέκτημά τους να μην πέπτονται, συμβάλλουν στην ελάττωση κινδύνου ανάπτυξης όγκων, δεσμεύουν χρήσιμα συστατικά για τη λειτουργία του σώματος, όπως ανόργανα στοιχεία, ελαττώνουν τα επίπεδα χοληστερόλης και επιβραδύνουν την απορρόφηση γλυκόζης.
Εξαιτίας της επιβράδυνσης απορρόφησης της γλυκόζης, παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαχείριση του Σακχαρώδη Διαβήτη μέσω του γλυκαιμικού δείκτη. Πριν όμως, αναλύσουμε τον γλυκαιμικό δείκτη, ας κατανοήσουμε τη διαφοροποίηση εξαιτίας των φυτικών ινών ανάμεσα στα τρόφιμα με σύνθετους και απλούς υδατάνθρακες.
Οι φυτικές ίνες δεν εμπεριέχονται σε μεγάλη ποσότητα έως και καθόλου σε τρόφιμα με απλούς υδατάνθρακες. Αυτοί οι υδατάνθρακες αποτελούνται από απλά σάκχαρα, όπως φρουκτόζη και γλυκόζη, που έχουν απλές χημικές δομές (πχ ζάχαρη, μέλι). Οι απλοί υδατάνθρακες χρησιμοποιούνται εύκολα και γρήγορα για ενέργεια από το σώμα λόγω της απλής χημικής τους δομής, οδηγώντας σε ταχύτερη αύξηση της γλυκόζης στο αίμα και της έκκρισης ινσουλίνης από το πάγκρεας, που μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία. Ωστόσο, αυτό το γεγονός είναι σημαντικό στην περίπτωση της υπογλυκαιμίας, όπου το σώμα έχει ανάγκη από γρήγορους και εύκολους προς διάσπαση υδατάνθρακες για να αυξηθεί η γλυκόζη στο αίμα.
Αντίθετα, οι φυτικές ίνες εμπεριέχονται σε τρόφιμα με σύνθετους υδατάνθρακες και ονομάζονται έτσι επειδή έχουν πιο σύνθετες χημικές δομές. Οι σύνθετοι υδατάνθρακες περιέχουν φυτικές ίνες, βιταμίνες και μέταλλα και χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να αφομοιωθούν. Αυτό σημαίνει ότι έχουν μικρότερο άμεσο αντίκτυπο στην τιμή της γλυκόζης του αίματος, καθώς αυτή αυξάνεται σταδιακά και αργά. Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται τα δημητριακά ολικής άλεσης, τα πολύσπορα προϊόντα, τα όσπρια και τα λαχανικά.
Ωστόσο, εδώ χρειάζεται να αναφερθεί πως τα φρούτα, αν και έχουν φυτικές ίνες, ειδικά όταν καταναλώνονται με τη φλούδα, συγκαταλέγονται στους απλούς υδατάνθρακες.

Πηγή: Health.harvard.edu
Φτάνοντας στον γλυκαιμικό δείκτη…
Ο γλυκαιμικός δείκτης (ΓΔ) είναι μια τιμή που αποδίδεται σε τρόφιμα με βάση το πόσο αργά ή πόσο γρήγορα αυτά τα τρόφιμα προκαλούν αύξηση στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα δύο ώρες μετά την κατανάλωσή τους κι αναφέρεται ανά 50 γραμμάρια τροφίμου. Τρόφιμα χαμηλά στην κλίμακα του γλυκαιμικού δείκτη τείνουν να απελευθερώνουν γλυκόζη αργά και σταθερά. Τρόφιμα με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη απελευθερώνουν γλυκόζη γρήγορα.
Τα τρόφιμα με χαμηλό ΓΔ τείνουν να προάγουν την απώλεια βάρους, ενώ τα τρόφιμα με υψηλό ΓΔ βοηθούν στην ανάκτηση ενέργειας μετά την άσκηση ή στην αντιστάθμιση της υπογλυκαιμίας. Οι δρομείς μεγάλης απόστασης τείνουν να προτιμούν τροφές με υψηλό ΓΔ, ενώ τα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη θα πρέπει να επικεντρωθούν στην καθημερινότητά τους σε τρόφιμα χαμηλού ΓΔ.
Γιατί;
Τα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 δεν μπορούν να παράγουν επαρκείς ποσότητες ινσουλίνης. Η ταχύτερη απελευθέρωση γλυκόζης από τρόφιμα υψηλού ΓΔ οδηγεί σε μεγάλες αυξήσεις στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, ενώ η αργή και σταθερή απελευθέρωση γλυκόζης σε τρόφιμα χαμηλής γλυκαιμίας βοηθά στη διατήρηση του καλού ελέγχου της γλυκόζης. Έτσι, τα άτομα που πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 έχουν ηπιότερες αυξομειώσεις, γεγονός που τους προστατεύει από τις επιπλοκές του Διαβήτη.
Ο ΓΔ αφορά σε υδατανθρακούχα τρόφιμα διότι τα τρόφιμα που περιέχουν πρωτεΐνη ή λίπος βοηθούν το σάκχαρο να έχει πιο αργή άνοδο στο δίωρο.
Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τον ΓΔ:
- Επεξεργασία: Κόκκοι που έχουν αλεσθεί και εξευγενιστεί -αφαίρεση του πίτουρου και του μικροβίου- έχουν υψηλότερο γλυκαιμικό δείκτη από ό,τι οι ελάχιστα επεξεργασμένοι κόκκοι (λευκό ψωμί και ψωμί σίκαλης). Επιπλέον, αν ένα φρούτο ή λαχανικό γίνει χυμός, αυτό που καταναλώνεται δεν έχει καθόλου φυτικές ίνες (πχ από τη φλούδα ή τις ίνες του φρούτου) με αποτέλεσμα έναν υψηλότερο ΓΔ.
- Φυσική μορφή: Οι λεπτόκοκκοι χωνεύονται ταχύτερα από τους αλεσμένους κόκκους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κατανάλωση ολικής αλέσεως σε «ολόκληρη μορφή» όπως το καστανό ρύζι ή η βρώμη μπορεί να είναι πιο υγιεινή από το να τρώει κανείς ψωμί ολικής αλέσεως υψηλής επεξεργασίας.
- Περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες: Οι τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες δεν περιέχουν τόσο εύπεπτους υδατάνθρακες. Επομένως, η κατανάλωσή τους επιβραδύνει τον ρυθμό πέψης και προκαλεί μια πιο σταδιακή και χαμηλότερη αύξηση της γλυκόζης στο αίμα.
- Ωριμότητα: Τα ώριμα φρούτα και λαχανικά τείνουν να έχουν υψηλότερο γλυκαιμικό δείκτη από ό,τι τα μη ωριμασμένα φρούτα.
Ωστόσο, ο γλυκαιμικός δείκτης λέει μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Αυτό που δε μας λέει είναι πόσο υψηλά θα μπορούσε να φτάσει η γλυκόζη στο αίμα μας όταν τρώμε μία πραγματική μερίδα φαγητού. Για να κατανοήσουμε την πλήρη επίδραση ενός τροφίμου στη γλυκόζη στο αίμα, πρέπει να γνωρίζουμε πόσο γρήγορα αυτή αυξάνεται στο αίμα όταν τρώμε μια συγκεκριμένη πραγματική μερίδα φαγητού. Υπάρχει ένα ξεχωριστό εργαλείο που ονομάζεται γλυκαιμικό φορτίο, το οποίο κάνει και τα δύο, γεγονός που μας δίνει μια πιο ακριβή εικόνα του πραγματικού αντίκτυπου ενός φαγητού στο σάκχαρό μας. Το καρπούζι, για παράδειγμα, έχει υψηλό γλυκαιμικό δείκτη (80), αλλά μια μερίδα καρπούζι έχει τόσο λίγους υδατάνθρακες που το γλυκαιμικό φορτίο της είναι μόνο 5. Βέβαια, η Αμερικανική Ένωση Διαβήτη, από την άλλη πλευρά, λέει ότι η συνολική ποσότητα υδατανθράκων σε ένα τρόφιμο, παρά ο γλυκαιμικός δείκτης ή το φορτίο της, αποτελεί αποτελεσματικότερη πρόβλεψη του τι θα συμβεί στη γλυκόζη αίματος.

Πηγή: Οδηγός διατροφής για την ρύθμιση του Διαβήτη, ΕΔΕ, 2013, Ιατρικές εκδόσεις «ΖΗΤΑ»
Ροφήματα και ποτά: Πώς επιδρούν στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα;
Καφές: πότε είναι ωφέλιμος και πότε όχι;
Κάποιες μελέτες έδειξαν ότι η κατανάλωση καφέ μέχρι περίπου τα 400 mg μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη του Αλτσχάιμερ και του Διαβήτη τύπου 2 και μειώνει την πιθανότητα της νόσησης από Πάρκινσον. O καφές περιέχει διαφορετικές χημικές ουσίες, μερικές από τις οποίες έχουν ευεργετικά αποτελέσματα, ενώ άλλες μπορεί να έχουν λιγότερο ευεργετική δράση, όπως η καφεΐνη που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ευαισθησία στην ινσουλίνη σε άτομα που πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2. Σύμφωνα με μια μελέτη του 2018, ενδέχεται τα γονίδια να παίζουν ρόλο στον μεταβολισμό της καφεΐνης και στον τρόπο με τον οποίο αυτή επηρεάζει τη μεταβολή της γλυκόζης στο αίμα. Σε αυτήν τη μελέτη, τα άτομα που μεταβολίζουν την καφεΐνη πιο αργά, εμφάνισαν υψηλότερα επίπεδα σακχάρου στο αίμα από εκείνα που μεταβολίζουν την καφεΐνη πιο γρήγορα.
Από την άλλη, σε μία μελέτη μετα-ανάλυσης φάνηκε πως αν και η πρόσληψη καφεΐνης μπορεί να αυξήσει τη γλυκόζη στο αίμα βραχυπρόθεσμα, τα άτομα που καταναλώνουν μια συνηθισμένη ποσότητα καφέ, έχουν χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης Διαβήτη τύπου 2 σε σύγκριση με αυτούς που πίνουν πιο περιστασιακά. Και αυτό γιατί βάσει της μελέτης, ουσίες που περιέχονται στον καφέ, όπως είναι οι πολυφαινόλες, και τα μέταλλα, όπως το μαγνήσιο, μπορούν, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της ινσουλίνης και του μεταβολισμού της γλυκόζης στο σώμα.

Πηγή: Hsph.harvard.edu
Επιπλέον, η καφεΐνη ενεργοποιεί την παραγωγή της αδρεναλίνης. Η αδρεναλίνη είναι μία ορμόνη που εκκρίνεται σε καταστάσεις στρες και βοηθά το σώμα, μέσω της παραγωγής άλλων ορμονών και ουσιών, να ανταποκριθεί στη συνθήκη που το στρεσάρει. Μία από αυτές τις ουσίες είναι το γλυκογόνο, που απελευθερώνεται από το ήπαρ και θρέφει το σώμα για να ανταπεξέλθει στη στρεσογόνα αυτή κατάσταση. Έτσι, τα άτομα που πάσχουν από Διαβήτη τύπου 2, καταναλώνοντας καφέ μπορούν να έχουν ανεβασμένα επίπεδα σακχάρου εξαιτίας αυτής της διαδικασίας.
Ωστόσο, αυτό δε συμβαίνει πάντα και μάλιστα, σε κάθε άτομο είναι διαφορετικά. Για αυτό και χρειάζεται αυτοπαρατήρηση και σε περίπτωση που υπάρχει αύξηση του σακχάρου, χρειάζεται να μειωθεί η ποσότητα του καφέ ή να προτιμηθεί ο ντεκαφεϊνέ.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν είδη καφέ όπου προστίθενται κι άλλα προϊόντα όπως ζάχαρη, γάλα, σαντιγί, σιρόπι γεύσης για τον γαλλικό καφέ. Αυτά όλα αποδίδουν υδατάνθρακες και θερμίδες οπότε και θα αυξήσουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
Τι συμβαίνει με το τσάι;
Το τσάι είναι το πιο δημοφιλές ποτό στον κόσμο μετά το νερό. Η γεύση του τσαγιού ποικίλλει ανάλογα με το πού συλλέγονται τα φύλλα τσαγιού και πώς καλλιεργούνται και επεξεργάζονται. Η ποικιλίες του τσαγιού προέρχονται από το φυτό Camellia sinensis. Το μαύρο τσάι είναι το πιο δημοφιλές παγκοσμίως, ακολουθούμενο από το πράσινο, το oolong και τέλος το λευκό τσάι. Όλα τα είδη τσαγιού είναι πλούσια σε καφεΐνη, πολυφαινόλες και κατεχίνες. Αυτές οι δύο χημικές ενώσεις δρουν ως αντιοξειδωτικά, τα οποία ελέγχουν τις βλαβερές επιδράσεις των ελεύθερων ριζών που παράγονται στο σώμα. Οι ελεύθερες ρίζες είναι χημικές ενώσεις που παράγονται στο σώμα μας, μετά την έκθεση του οργανισμού σε συγκεκριμένες εξωτερικές συνθήκες ή παθολογικές καταστάσεις και είναι συνδεδεμένες με την εμφάνιση πρόωρης γήρανσης, αυτοάνοσων νοσημάτων και καρκίνου.
Έρευνες δείχνουν ότι η κατανάλωση 2-3 φλιτζανιών τσαγιού καθημερινά φαίνεται να συσχετίζεται με μείωση του κινδύνου πρόωρου θανάτου, καρδιακών παθήσεων, εγκεφαλικού επεισοδίου και Διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος καρκίνου του οισοφάγου και του στομάχου από την κατανάλωση τσαγιού που είναι πολύ ζεστό (54 – 60° C).
Τα αφεψήματα δεν παρασκευάζονται από το φυτό Camellia αλλά από αποξηραμένα βότανα, μπαχαρικά, σπόρους, ρίζες ή φύλλα άλλων φυτών. Το τσάι από βότανα που φυσικά δεν περιέχουν καφεΐνη, περιλαμβάνει το χαμομήλι, τη μέντα, το φασκόμηλο, το τσάι του βουνού, τον κουρκουμά, το τζίντζερ κ.ά.

Πηγή: Hsph.harvard.edu
Ένα φλιτζάνι μαύρο τσάι περιέχει περίπου 47 mg καφεΐνης, 1 φλιτζάνι πράσινο τσάι περιέχει περίπου 28 mg και 1 φλιτζάνι τσάι από βότανα δεν περιέχει καφεΐνη.
Tip: Τα τέσσερα είδη τσαγιού περιέχουν καφεΐνη, οπότε μπορούν να έχουν τα ίδια αποτελέσματα στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα όπως και ο καφές. Ωστόσο, ένα φλιτζάνι μαύρο τσάι που περιέχει την περισσότερη καφεΐνη σε σχέση με τα υπόλοιπα, περιέχει τη μισή ποσότητα καφεΐνης σε σχέση με ένα φλιτζάνι καφέ.
Extra tip: Είναι προτιμότερο να χρησιμοποιείται το ίδιο το φυτό ή τα φύλλα του σε σχέση με τις τυποποιημένες σκόνες.
Η απομυθοποίηση των αθλητικών και ενεργειακών ποτών
Μερικές φορές συγχέονται τα αθλητικά ποτά με τα ενεργειακά ποτά επειδή τα δύο αυτά προϊόντα έχουν παρόμοια σύνθεση.
Τα αθλητικά ποτά κατά βάση περιέχουν νερό και μέταλλα, όπως κάλιο, ασβέστιο, νάτριο και μαγνήσιο, που διατηρούν την ισορροπία υγρών του σώματος στο σωστό επίπεδο επειδή με τον ιδρώτα υπάρχει απώλεια ηλεκτρολυτών. Επίσης, συχνά περιέχουν υδατάνθρακες με τη μορφή ζάχαρης, καθώς και μερικές φορές πρωτεΐνες, βιταμίνες ή καφεΐνη.
Από την άλλη, πολλά ενεργειακά ποτά περιέχουν περίπου 200 mg καφεΐνης, ποσότητα ίση με δύο φλιτζάνια καφέ φίλτρου. Περιέχουν και άλλες ουσίες που αυξάνουν την ενέργεια, όπως η ταυρίνη (η ποσότητα ταυρίνης που περιέχεται στα ενεργειακά ποτά είναι υψηλότερη από την αντίστοιχη σε μια κανονική διατροφή), οι βιταμίνες Β (μελέτες δείχνουν πως μπορούν να βελτιώσουν τη διάθεση και ακόμη και να καταπολεμήσουν καρδιακές παθήσεις, ωστόσο η ποσότητα που εμπεριέχεται σε κάθε ενεργειακό ποτό δεν είναι αρκετή για να έχει κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα) και βότανα όπως το τζίνσενγκ και το γκουαράνα (παρόμοιο της καφεΐνης). Περιέχουν, επίσης, νερό και ζάχαρη η οποία είναι το κύριο συστατικό των ενεργειακών ποτών. Μάλιστα σε μικρή ποσότητα ενεργειακού ποτού υπάρχει ποσότητα ίση με 2μιση περίπου κουταλιές ζάχαρη. Αυτή η ποσότητα σακχάρων μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της γλυκόζης αίματος αλλά και σε αύξηση βάρους.

Πηγή: Hsph.harvard.edu
Επιπλέον, λόγω της ποσότητας ζάχαρης και των διεγερτικών συστατικών που περιέχουν, υπάρχει ανησυχία ότι αυτά τα ποτά μπορεί να μην είναι χρήσιμα, και ακόμη χειρότερα, να είναι επιβλαβή για τους εφήβους και τα άτομα με ορισμένα προβλήματα υγείας. Μπορούν να προκαλέσουν αυξημένο άγχος, επιθετικές συμπεριφορές, κατάχρηση αλκοόλ/τσιγάρου, κακή ποιότητα ύπνου, ενώ παράλληλα μπορεί να είναι υπεύθυνα και για τον ερεθισμό του στομάχου.
Έρευνα αναφέρει πως αν και η καφεΐνη έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει την αντοχή και την απόδοση στα σπορ υψηλής έντασης, αυτή η βελτίωση παρατηρείται κυρίως σε εκπαιδευμένους αθλητές (π.χ. δρομέας ή ποδηλάτης) σε σχέση με τους αθλούμενους. Μάλιστα, η λήψη χαμηλών έως μέτριων δόσεων καφεΐνης επιφέρει την ίδια βελτίωση με τη λήψη υψηλότερων δόσεων.
Tip: Ορισμένα ενεργειακά ποτά περιέχουν περισσότερα από 500 mg καφεΐνης, αρκετά για να οδηγήσουν σε τοξικότητα καφεΐνης. Το νερό είναι συνήθως η καλύτερη επιλογή πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη σωματική δραστηριότητα.
Προσοχή στη χρήση των αθλητικών και ενεργειακών ποτών. Καλό είναι να απευθυνθείτε σε διατροφολόγο για να σας δώσει περισσότερες πληροφορίες.

Πηγή: Clipartpanda.com
Αλκοόλ: Πόσο ωφέλιμο είναι στην πραγματικότητα;
Εάν ένα άτομο πάσχει από Διαβήτη, η κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να προκαλέσει αύξηση ή πτώση του σακχάρου στο αίμα του, ανάλογα με την ποσότητα που καταναλώνει. Η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, κυρίως κρασιού, μπορεί να έχει οφέλη στην καρδιαγγειακή υγεία σύμφωνα με κάποιες μελέτες, εφόσον αυτή δεν παρεμβαίνει στον γλυκαιμικό έλεγχο. Οι υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ (> 3 ποτά την ημέρα ή 21 ποτά την εβδομάδα για τους άνδρες και >2 ποτά την ημέρα ή 14 ποτά την εβδομάδα για τις γυναίκες) που καταναλώνονται σε σταθερή βάση μπορεί να συμβάλλουν στην υπεργλυκαιμία. Μάλιστα, ξεκινώντας με ένα ποτό την ημέρα, έχει αναφερθεί κίνδυνος μειωμένης προσήλωσης στον υγιεινό τρόπο ζωής με την αύξηση της κατανάλωσης αλκοόλ.
Ποιες είναι οι επιπτώσεις της κατανάλωσης αλκοόλ στον κίνδυνο υπογλυκαιμίας σε άτομα με διαβήτη τύπου 2;
Παρά τα καρδιαγγειακά οφέλη της μέτριας κατανάλωσης αλκοόλ, η πρόσληψή του μπορεί να θέσει τα άτομα με Διαβήτη που χρησιμοποιούν ινσουλίνη ή τύπους χαπιών που διεγείρουν την απελευθέρωση ινσουλίνης από το πάγκρεας, όπως οι σουλφονυλουρίες, σε αυξημένο κίνδυνο υπογλυκαιμίας. Κάθε αλκοολούχο ποτό διαρκεί περίπου 1-1 ½ ώρα για να ολοκληρωθεί η επεξεργασία στο ήπαρ. Για όλο αυτό το διάστημα, υπάρχει ο κίνδυνος χαμηλών επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Εάν αυξηθεί η κατανάλωση σε δύο ποτά, τότε διπλασιάζεται ο χρόνος κινδύνου εκδήλωσης υπογλυκαιμίας σε 2 με 3 ώρες. Όσο περισσότερο αλκοόλ καταναλώνεται, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για χαμηλότερα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Αυτή η υπογλυκαιμία μπορεί να ελεγχθεί όταν κατά τη διάρκεια κατανάλωσης αλκοόλ, υπάρχει και κατανάλωση λιπαρού φαγητού. Είναι σημαντικό τα άτομα με Διαβήτη να λάβουν εκπαίδευση σχετικά με την αναγνώριση και τη διαχείριση της υπογλυκαιμίας και την πιθανή ανάγκη για συχνότερη παρακολούθηση της γλυκόζης μετά την κατανάλωση αλκοόλ.

Πηγή: Clipartpanda.com
Ήξερες ότι…
- η μπύρα και το γλυκό κρασί περιέχουν υδατάνθρακες και μπορεί να αυξήσουν τη γλυκόζη στο αίμα;
- το αλκοόλ διεγείρει την όρεξη, η οποία μπορεί να προκαλέσει υπερβολική κατανάλωση και μπορεί να επηρεάσει τον έλεγχο της γλυκόζης στο αίμα;
- τα αλκοολούχα ποτά συχνά έχουν πολλές θερμίδες;
- το αλκοόλ μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων και της αρτηριακής πίεσης;
- το αλκοόλ μπορεί να προκαλέσει έξαψη, ναυτία, αυξημένο καρδιακό ρυθμό και μειωμένη ομιλία και μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση ή να καλύψει τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας;
- η κατανάλωση πάνω από 3 μερίδες αλκοόλ τη μέρα αυξάνει τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη;
Η «αντιμετώπιση» της υπεργλυκαιμίας στον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2
Υπεργλυκαιμία είναι η κατάσταση στην οποία τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα είναι αυξημένα και απαιτείται η άμεση αντιμετώπισή τους ώστε να φτάσουν σε φυσιολογικά επίπεδα και συμβαίνει όταν το πάγκρεας δεν εκκρίνει την απαραίτητα δόση ινσουλίνης για να διαχειριστεί το φαγητό που εισέρχεται στο σώμα.
Στην πράξη, η υπεργλυκαιμία συμβαίνει στα άτομα που πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 όταν κυκλοφορεί περίσσεια γλυκόζης στο αίμα είτε λόγω μη τήρησης των κανόνων της υγιεινής διατροφής είτε λόγω μη τήρησης της φαρμακευτικής αγωγής.
Η επιλογή των διαφόρων τροφίμων θα καθορίσει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, γι’ αυτό και η διατροφή αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στη διαχείριση του Διαβήτη τύπου 2.
Έτσι, σε ό,τι αφορά τη διατροφική «θεραπεία», χρειάζεται εκπαίδευση σε διατροφικά θέματα, όπως η σωστή επιλογή υδατανθράκων, η αναγνώριση των θρεπτικών αλλά και των ανθυγιεινών λιπαρών, η αντικατάσταση του αλκοόλ με νερό, η μείωση του σωματικού βάρους αν χρειάζεται και η γενικότερη αλλαγή του τρόπου ζωής με συνδυασμό σωστής διατροφής και άσκησης.
Το διατροφικό πλάνο θα πρέπει να είναι εξατομικευμένο ώστε να είναι σύμφωνο με τους προσωπικούς στόχους του ατόμου που πάσχει από Διαβήτη. Στόχος του είναι η επίτευξη του γλυκαιμικού ελέγχου και η μείωση του κινδύνου των άμεσων και των έμμεσων επιπλοκών, όπως είναι η υπογλυκαιμία και η διαβητική νεφροπάθεια.
Εάν παραγνωρισθεί ο ρόλος της διατροφικής «θεραπείας» στην αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη, η ρύθμιση της γλυκαιμίας με οποιοδήποτε φάρμακο δυσκολεύει και συχνά γίνεται ανέφικτη.
Οι διατροφικοί στόχοι θα πρέπει να καθορίζονται από την ιατρική ομάδα του ατόμου που πάσχει από Σακχαρώδη Διαβήτη και να είναι σύμφωνοι με αυτό που μπορεί και προτίθεται να κάνει το άτομο και όχι με αυστηρούς και γεμάτους απαγορεύσεις κανόνες. Σε επιβεβαίωση της σημασίας του εξατομικευμένου προγράμματος διατροφής, τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα αναφέρουν ότι δεν υπάρχει ιδανική αναλογία υδατανθράκων, πρωτεϊνών και λιπιδίων.
Συμπερασματικά, το πρόγραμμα διατροφής είναι αυτό που όλα τα άτομα, ανεξάρτητα από το αν πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη ή όχι, πρέπει να ακολουθούν. Είναι αυτό που μπορεί να βελτιώσει τον γλυκαιμικό έλεγχο και τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου αλλά και να καταφέρει να διατηρήσει την απόλαυση του φαγητού χωρίς επικριτικούς και μη τεκμηριωμένους αποκλεισμούς τροφίμων.

Πηγή: stock.adobe.com

Πηγή: clipart-library.com
Σε ό,τι αφορά τη φαρμακευτική αγωγή για τον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2, προσφέρεται μια πληθώρα επιλογών για την καλύτερη αντιμετώπιση της υπεργλυκαιμίας. Έτσι, τα φάρμακα που στοχεύουν στη διόρθωση αυτής, ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες, με διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης και παρεμβαίνουν με διαφορετικό τρόπο στην παθοφυσιολογία του Διαβήτη τύπου 2. Αναφορικά, οι κατηγορίες είναι η μετφορμίνη, οι σουλφουνυλουρίες, οι μεγλιτινίδες, η πιογλιταζόνη, οι DPP-4 αναστολείς, τα GLP-1 μιμητικά μακράς δράσης, τα GLP μιμητικά βραχείας δράσης (γευματικά), οι SGLT αναστολείς και η ινσουλίνη, μακράς και βραχείας δράσης.
Από διατροφικής άποψης, συγκεκριμένα για το καθένα, χρειάζεται να ξέρουμε τα εξής:
- Μετφορμίνη: Μία συχνή παρενέργεια αυτής της κατηγορίας φαρμάκων είναι οι γαστρεντερικές διαταραχές και η μείωση των επιπέδων της βιταμίνης Β12. Ωστόσο, δεν προκαλεί υπογλυκαιμίες και ίσως βοηθάει μακροπρόθεσμα στην απώλεια βάρους αν και αυτό δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο από τις μέχρι τώρα έρευνες. Για τη μείωση των αναφερόμενων παρενεργειών, συστήνεται η λήψη του συγκεκριμένου φαρμακευτικού σκευάσματος μαζί με το γεύμα. Σε περίπτωση που ξεχαστεί η κατανάλωση του χαπιού την προκαθορισμένη, είναι σημαντικό να καταναλωθεί αμέσως μόλις γίνει αντιληπτό, εκτός αν πλησιάζει το επόμενο γεύμα. Αντένδειξη για τη χρήση της είναι τα νεφρικά προβλήματα, ενώ προσφέρει καρδιαγγειακά οφέλη.
- Σουλφονυλουρίες: Εξαιτίας της γρήγορης αποτελεσματικότητας για καλό γλυκαιμικό έλεγχο, αυτή η κατηγορία και συγκεκριμένα η γλιβενκλαμίδη, προκαλούν υπογλυκαιμίες. Ωστόσο, μπορεί να προκαλέσει την απόκτηση επιπλέον σωματικού βάρους εξαιτίας των υπογλυκαιμικών περιστατικών που προκαλούν, οι οποίες συνεπάγονται την αύξηση της ποσότητας φαγητού. Συνήθως χορηγούνται 15-20 λεπτά πριν το γεύμα.
- Μεγλιτινίδες: Βελτιώνουν σημαντικά τη μεταγευματική υπεργλυκαιμία, ωστόσο προκαλούν υπογλυκαιμίες και αύξηση του βάρους εξαιτίας των υπογλυκαιμικών περιστατικών που προκαλούν, οι οποίες συνεπάγονται την αύξηση της ποσότητας φαγητού. Συνήθως χορηγούνται 15-30 λεπτά πριν τα γεύματα.
- Πιογλιταζόνη: Δεν προκαλεί υπογλυκαιμίες, έχει θετική δράση στη λιπώδη διήθηση ήπατος, βοηθά δηλαδή στην καλύτερη διαχείριση του λίπους από το ήπαρ. Ωστόσο, δημιουργεί συνθήκες για την εμφάνιση άλλων προβλημάτων υγείας όπως οιδήματα, κατάγματα κ.ά. Συνήθως χορηγούνται 15-30 λεπτά πριν τα γεύματα.
- DPP-4 αναστολείς: Δεν προκαλούν υπογλυκαιμίες και αύξηση βάρους, ωστόσο έχουν υψηλό κόστος.
- GLP-1 μιμητικά μακράς δράσης και τα GLP μιμητικά βραχείας δράσης (γευματικά): Δεν προκαλούν υπογλυκαιμίες, βοηθούν την απώλεια βάρους, προκαλούν όμως γαστρεντερικές διαταραχές και χρειάζεται προσοχή στη χρήση τους από άτομα που έχουν νεφρικά προβλήματα.
- SGLT αναστολείς: Δεν προκαλούν υπογλυκαιμίες, βοηθούν στη μείωση του βάρους, ωστόσο, δημιουργούν λοιμώξεις του ουροποιητικού και αφυδάτωση στους ηλικιωμένους.
- Ινσουλίνη: Η χορήγηση ινσουλίνης γίνεται όταν καμία από τις παραπάνω φαρμακευτικές αγωγές και συνδυασμός αυτών δεν είναι ικανές να μειώσουν τα επίπεδα γλυκόζης. Χρειάζεται εκπαίδευση για τον υπολογισμό των μονάδων που θα χρειαστεί να χορηγηθούν είτε για τη λήψη γεύματος είτε για τη διόρθωση των υψηλών επιπέδων γλυκόζης, ώστε να αποφευχθεί η υπογλυκαιμία. Οι συνεχόμενες υπογλυκαιμίες μπορούν να οδηγήσουν σε απόκτηση βάρους εξαιτίας των μεγαλύτερων ποσοτήτων φαγητού που ίσως καταναλωθούν για την αντιμετώπισή της και την επαναφορά των επιπέδων της γλυκόζης σε φυσιολογικές τιμές.
Σε αυτό το σημείο, χρειάζεται να αναφερθεί πως το άτομο που πάσχει από Διαβήτη τύπου 2, σε συνεργασία με τον θεράποντα ιατρό του και τον εξιδεικευμένο διατροφολόγο, χρειάζεται να μάθει τη δραστικότητα της φαρμακευτικής αγωγής που ακολουθεί ως προς την ώρα δράσης της, με σκοπό να καταρτισθεί ένα διατροφολόγιο σύμφωνα με τις ανάγκες του αλλά και τη δράση της αγωγής του. Με αυτόν τον τρόπο, θα επιτυγχάνεται ο καλός γλυκαιμικός έλεγχος και θα αποφευχθούν οι υπογλυκαιμίες.
Η εμφάνιση του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 δε σημαίνει αυτόματα ότι θα ακολουθηθεί φαρμακευτική αγωγή. Σύμφωνα με την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία, στην περίπτωση που η γλυκαιμική ρύθμιση είναι εντός των στόχων, μπορεί η παρέμβαση να περιοριστεί αρχικά σε εκπαίδευση και οδηγίες για την αλλαγή του τρόπου ζωής, εντάσσοντας την υγιεινή διατροφή και την άσκηση στην καθημερινότητα. Αν διαπιστωθεί πως οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται, χρειάζεται αμέσως χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής.
Εδώ χρειάζεται να επισημανθεί, πως μόνο ο θεράπων ιατρός είναι υπεύθυνος για τη χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής.
Tip: Όταν το άτομο, που πάσχει από Διαβήτη τύπου 2, και έχει υπερβάλλον βάρος, λαμβάνει αντιδιαβητική αγωγή και έχει υιοθετήσει έναν υγιεινό τρόπο ζωής, είναι πολύ πιθανό να χάσει βάρος. Καθώς θα χάνεται το βάρος, θα μειώνεται και η αντίσταση στην ινσουλίνη που δημιουργείται από την περίσσεια λίπους στην κοιλιακή χώρα. Επομένως, θα χρειαστεί και αναπροσαρμογή της φαρμακευτικής αγωγής.
Extra tip: Όταν το άτομο που πάσχει από Διαβήτη τύπου 2, παίρνει αντιδιαβητική αγωγή, δεν μπορεί να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες φαγητού ή ανθυγιεινά τρόφιμα με την πεποίθηση ότι είναι «προστατευμένο» από την υπεργλυκαιμία εξαιτίας της αγωγής που λαμβάνει. Ίσα ίσα, η διατροφή και η άσκηση είναι σημαντικότατοι παράγοντες της αντιμετώπισης του Διαβήτη ανεξάρτητα από το είδος της αγωγής που λαμβάνει.
Μύθοι και αλήθειες για τον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2
1ος μύθος
Τα άτομα που πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 απαγορεύεται να καταναλώνουν μέλι, αποξηραμένα φρούτα, ταχίνι!
Αλήθεια!
Τα παραπάνω τρόφιμα σε μικρή ποσότητα περιέχουν αρκετές θερμίδες και υδατάνθρακες. Ωστόσο, αποτελούν superfoods, που σημαίνει ότι έχουν πολλά και διαφορετικά χρήσιμα θρεπτικά συστατικά, που τα κάνουν πολύ βοηθητικά για την υγεία του οργανισμού μας. Έτσι, αν το άτομο εκπαιδευτεί στην ποσότητα και στον τρόπο που μπορεί να τα καταναλώσει, τότε έχει τη δυνατότητα να τα εντάξει στη διατροφή του χωρίς κανένα πρόβλημα.
2ος μύθος
Τα άτομα που πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 πρέπει να ακολουθούν μια αυστηρή και τυποποιημένη δίαιτα κάνοντας θυσίες (όπως η απαγόρευση του γλυκού) με σκοπό να προστατευτούν από τις επιπλοκές του Διαβήτη
Αλήθεια!
Η διατροφική θεραπεία πρέπει να είναι σύμφωνη με τους στόχους του καλού γλυκαιμικού ελέγχου, αλλά επίσης, πρέπει να είναι σύμφωνη και με τις επιθυμίες των ατόμων που πάσχουν. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την εκπαίδευση από την εξειδικευμένη ομάδα επιστημόνων, ώστε το άτομο να μάθει να ανταποκρίνεται σε όλες τις περιστάσεις χωρίς να στερείται.
3ος μύθος
Η ινσουλίνη παχαίνει τα άτομα που πάσχουν από Διαβήτη τύπου 2
Αλήθεια!
Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη, η οποία είναι απαραίτητη για την είσοδο της γλυκόζης από την κυκλοφορία του αίματος στους μυς με σκοπό τη διατήρησή της στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα. Οποιοδήποτε άτομο που πάσχει από Διαβήτη τύπου 2 μπορεί σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού να χρειαστεί να ξεκινήσει αγωγή με ινσουλίνη. Σε αυτήν την περίπτωση όμως, θα πρέπει να εκπαιδευτεί να υπολογίζει τη δόση της ινσουλίνης σε σχέση με την ποσότητα φαγητού που καταναλώνει. Αν δεν εκπαιδευτεί, υπάρχει κίνδυνος να προκληθούν υπογλυκαιμίες και υπεργλυκαιμίες. Στην περίπτωση της υπογλυκαιμίας, το άτομο που δεν έχει εκπαιδευτεί μπορεί να καταναλώσει μεγαλύτερη ποσότητα γρήγορου υδατάνθρακα από αυτήν που χρειάζεται ή πιο κακή ποιότητα τροφής ή να το δει σαν ευκαιρία να καταναλώσει ένα γλυκό χωρίς ινσουλίνη. Έτσι λίγο αργότερα, θα δει υψηλή τιμή γλυκόζης. Αν αυτό συμβαίνει κάθε φορά που το άτομο έχει υπογλυκαιμία, τότε με τη λανθασμένη τροφή που λαμβάνει, αυξάνει το βάρος του. Μία ακόμη αιτία για την αύξηση του βάρους είναι η κατάχρηση χορήγησης ινσουλίνης. Σε αυτήν την περίπτωση, το άτομο που πάσχει από Διαβήτη, έχοντας δεδομένο ότι θα χορηγήσει ινσουλίνη για να διατηρήσει σε φυσιολογικά επίπεδα τη γλυκόζη στο αίμα, θα επιλέξει πιο ανθυγιεινά και πιο θερμιδογόνα φαγητά.
4ος μύθος
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 απευθύνεται κυρίως σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας
Αλήθεια!
Ο Διαβήτης τύπου 2 προκαλείται από την αδυναμία του παγκρέατος να εκκρίνει τις απαραίτητες ποσότητες ινσουλίνης που χρειάζεται ο οργανισμός. Αυτή η αδυναμία οφείλεται κυρίως στην εναπόθεση λίπους στην κοιλιακή περιφέρεια, δυσχεραίνοντας το έργο του παγκρέατος, αλλά και στην ύπαρξη αυξημένου σωματικού βάρους, δηλαδή της παχυσαρκίας, η οποία, όμως, μπορεί να υπάρχει σε όλες τις ηλικίες. Το πιο ανησυχητικό δυστυχώς είναι ότι στην παιδική και εφηβική ηλικία παρατηρείται τα τελευταία χρόνια έντονη αύξηση της παχυσαρκίας, η οποία με τη σειρά της προκαλεί ηλικιακά νωρίτερα την εμφάνιση Διαβήτη τύπου 2.
Συγγραφή εκπαιδευτικού υλικού:
Βασιλική Λαζαρίδου
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος