Skip to main content

Ο σακχαρώδης διαβήτης έχει λάβει επιδημικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια και παγκοσμίως, σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία Διαβήτη, περίπου 463 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως ζούσαν με διαβήτη το 2019 και μέχρι το 2045 ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί στα 700 εκατομμύρια.

Ο διαβήτης τύπου 2 αφορά σχεδόν στο 90% των ατόμων με διαβήτη και πολύ συχνά σχετίζεται με τον ανθυγιεινό τρόπο ζωής, την παχυσαρκία και την απουσία άσκησης, αλλά και την κληρονομικότητα.

Ερευνητές της Μονάδας Επιδημιολογίας MRC του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ εντόπισαν παραλλαγές του γονιδίου GIGYF1 οι οποίες, όπως υποστηρίζουν, αυξάνουν κατά έξι φορές (ή αλλιώς κατά 30%) τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 σε σχέση με τον κίνδυνο που έχει ο υπόλοιπος πληθυσμός. Όπως είναι ευνόητο, πρόκειται για ποσοστό που είναι εξαιρετικά μεγάλο. Το GIGYF1 ανάμεσα στα άλλα παίζει κεντρικό ρόλο στον έλεγχο της ινσουλίνης.

Αν και οι παραλλαγές του γονιδίου που εντόπισαν οι ερευνητές βρίσκονται σε μόνο ένα ανά τρεις χιλιάδες άτομα δείχνουν πιο επικίνδυνες σε σχέση με την εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2 από οποιοδήποτε άλλο γενετικό παράγοντα έχει διαπιστωθεί ότι συνδέεται με αυτήν την νόσο. Οι ερευνητές αναφέρουν ότι η ανακάλυψη είναι σημαντική επειδή ο διαβήτης τύπου 2 είναι προϊόν κληρονομικών γενετικών παραγόντων και παίζουν ρόλο πολλά άγνωστα ακόμη γονίδια. Σημειώνουν ότι δε γνωρίζουν τον ρόλο αυτών των παραλλαγών και γιατί αυξάνουν τόσο πολύ τον κίνδυνο για την εμφάνιση της νόσου αλλά αφού εντοπίστηκαν θα ξεκινήσει τώρα νέος γύρος ερευνών για να δοθούν αυτές οι απαντήσεις.

«Σε σύνθετες ασθένειες όπως ο διαβήτης τύπου 2, πολλοί γενετικοί παράγοντες παίζουν κάποιον ρόλο. Ωστόσο, οι περισσότεροι, ξεχωριστά ο καθένας έχει ελάχιστη συμμετοχή στην αύξηση του κινδύνου για την εμφάνιση της νόσου. Όμως αυτές οι παραλλαγές, αν και σπάνιες, έχουν πολύ μεγάλο αντίκτυπο στον κίνδυνο που αντιμετωπίζει το άτομο που τη διαθέτει για τον διαβήτη τύπου 2. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες διαθέτουν αυτές τις παραλλαγές» αναφέρει ο δρ Τζον Πέρι επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.

Πηγή: naftemporiki.gr

Μετάβαση στο περιεχόμενο