Η ινσουλίνη βοηθά στην ενσωμάτωση των μεταφορέων γλυκόζης μέσα από το κύτταρο στη μεμβράνη του, προκειμένου να μεταφερθεί η γλυκόζη από το αίμα στο εσωτερικό του κυττάρου με διευκολυνόμενη διάχυση.
Κατά τη διάρκεια της άσκησης ενός ατόμου, τα μυϊκά κύτταρα στην προσπάθειά τους να ανταπεξέλθουν ενεργειακά στη μυϊκή δραστηριότητα, καταναλώνουν περισσότερη γλυκόζη και άλλα θρεπτικά συστατικά. Η μεταφορά της γλυκόζης κατά τη διάρκεια έντονης σωματικής άσκησης δύναται να αυξηθεί περαιτέρω.
Έχει αποδειχθεί ότι για την αύξηση αυτή είναι υπεύθυνη η ενσωμάτωση περισσότερων μεταφορέων γλυκόζης στη μεμβράνη των μυϊκών κυττάρων, ως άμεση απόκριση στην άσκηση.
Άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη μπορούν να συμμετέχουν σε όλα τα αθλήματα, ακόμα και σε επίπεδο πρωταθλητισμού, ωστόσο, αθλήματα με υψηλό κίνδυνο καλό είναι να αποφεύγονται, όταν αυτά γίνονται χωρίς την επίβλεψη κάποιου προπονητή.
Σε άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1, τόσο η αερόβια όσο και η αναερόβια άσκηση ή και συνδυαστικά μπορούν να μειώσουν άμεσα τη γλυκόζη του αίματος. Σε άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2, δεν παίζει ρόλο το είδος, αλλά η διάρκεια της άσκησης. Η αύξηση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, καθώς και της απορρόφησης της γλυκόζης κατά τη διάρκεια της άσκησης αποτελούν τα οφέλη της άσκησης στον Διαβήτη τύπου 2.
Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή υψηλής έντασης άσκησης σε πρωινές ώρες μπορεί να αυξήσει με απότομο τρόπο το σάκχαρο στο αίμα σε αντίθεση με την απογευματινή.
Η μέτρηση του σακχάρου πριν από την άσκηση καθίσταται αναγκαία, με ιδανικές τιμές σακχάρου για έναν ενήλικα 110 με 180 mg/dL, καθώς ο οργανισμός με αυτές τις τιμές σακχάρου είναι σε θέση να κάνει καλύτερες καύσεις.
Κατά τη διάρκεια μιας αερόβιας άσκησης και με τιμή σακχάρου πάνω από 250 mg/ dL μπορεί να προκληθεί και περαιτέρω αύξηση σακχάρου, καθώς στον οργανισμό, ενώ ασκείται αερόβια, η παραγωγή ενέργειας που κυριαρχεί είναι όπως στην αναερόβια και κατ’ επέκταση παράγεται γαλακτικό οξύ. Η παραγωγή γαλακτικού οξέος κατά την αερόβια άσκηση έχει αρνητικά επακόλουθα, όπως την περαιτέρω αύξηση της γλυκόζης με φυσικό επακόλουθο τη μη ρύθμιση του Διαβήτη αλλά και τον κίνδυνο για μυϊκό τραυματισμό.
Όταν η δραστηριότητα μιας άσκησης ξεκινά με τιμή σακχάρου κάτω από 110 mg/dL, υπάρχει κίνδυνος εκδήλωσης υπογλυκαιμίας έως και 45 λεπτά μετά την άσκηση.
Και αυτό διότι η δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της άσκησης μπορεί να αποδοθεί στον οργανισμό έως και 24 ώρες μετά το τέλος της.
Για να αποφευχθεί ένα υπογλυκαιμικό επεισόδιο συστήνεται η μείωση της 24ωρης ινσουλίνης, πάντα σε συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι μετά το πέρας της άσκησης η τιμή γλυκόζης στο αίμα είναι συνήθως πάνω από 210 mg/dL. Αυτό δεν πρέπει να επηρεάσει την τακτική που ακολουθεί ένα άτομο, ως προς τη λήψη ινσουλίνης και να περιμένει 1 έως 1:30 ώρα. Σε αυτό το χρονικό διάστημα το σάκχαρο επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα, καθώς το παραγόμενο γαλακτικό οξύ απορροφάται από τον οργανισμό και έτσι μια διορθωτική ινσουλίνη θα χαρακτηριζόταν λανθασμένη.
Σημείωση: Όλες οι παραπάνω τιμές αναπροσαρμόζονται για ανήλικα άτομα και πρέπει να ορίζονται από τον θεράποντα ιατρό.
Αυτό συμβαίνει καθώς η τακτική αερόβια άσκηση έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση τόσο της συγγένειας όσο και του αριθμού των υποδοχέων της μεμβράνης του μυϊκού κυττάρου που συνδέονται ειδικά με την ινσουλίνη.
Επομένως, τα μυϊκά κύτταρα αποκρίνονται στις ίδιες συγκεντρώσεις ινσουλίνης στο αίμα πιο έντονα απ’ ότι φυσιολογικά.
Στον Σακχαρώδη Διαβήτη, η είσοδος της γλυκόζης στα περισσότερα κύτταρα είναι μειωμένη λόγω της ανεπαρκούς δράσης της ινσουλίνης, της μειωμένης έκκρισης ινσουλίνης ή της παντελούς έλλειψής της, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα.
Στον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1, δεν παράγεται καθόλου ινσουλίνη από τον οργανισμό, με αποτέλεσμα η χορηγούμενη εξωγενώς ινσουλίνη να μην επαρκεί κάποιες φορές για την πρόσληψη της γλυκόζης από τα κύτταρα.
Έτσι η αερόβια άσκηση συμμετέχει στη διέγερση της πρόσληψης της γλυκόζης από τα κύτταρα και στην επαναφορά της σε φυσιολογικά επίπεδα.
Στον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 παρατηρείται ανεπαρκής δράση της ινσουλίνης, μειωμένη έκκριση ινσουλίνης ή παντελής έλλειψή της.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται η εισροή της γλυκόζης στο εσωτερικό του κυττάρου και να ελαχιστοποιούνται οι βλαβερές συνέπειες που απορρέουν από τα αυξημένα επίπεδά της στο αίμα.
Η αναερόβια άσκηση συμπληρώνει την αερόβια και η εφαρμογή της αυξάνει τη μυϊκή δύναμη και αντοχή ενός ατόμου με Σακχαρώδη Διαβήτη, βελτιώνει τη σύσταση του σώματός του και την ανοχή του στη γλυκόζη.
Έτσι, ακόμα και σε ήρεμη κατάσταση οι μύες συνεχίζουν να καταναλώνουν γλυκόζη και κατ’ επέκταση να διατηρείται εντός φυσιολογικών επιπέδων η τιμή της γλυκόζης στο αίμα.
Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1
Στον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1, οι ασκήσεις αντιστάσεων προκαλούν μικρότερη μείωση της γλυκόζης στο αίμα κατά τη διάρκεια εκτέλεσής τους, ωστόσο, η επίδραση αυτή φαίνεται να διαρκεί περισσότερο μετά την άσκηση, σε σύγκριση με την αερόβια.
Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2
Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, τα βασικά οφέλη της άσκησης, που είναι η αύξηση αφενός της ευαισθησίας στην ινσουλίνη και αφετέρου της κατανάλωσης γλυκόζης κατά το μυϊκό έργο, είναι εκείνα που κάνουν τον τύπο της άσκησης, να μη διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2. Μελέτες, όμως, αναφέρουν το ακριβώς αντίθετο σχετικά με τον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 και την αναερόβια άσκηση. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή μέτριας έντασης ασκήσεων αντίστασης (βάρη) δρα προληπτικά στην ανάπτυξη αυτού του τύπου Διαβήτη, ενώ σε ήδη εκδηλωμένη κατάσταση η αύξηση της μυϊκής μάζας βοηθά στη μείωση του λίπους και των υψηλών επιπέδων σακχάρου.
Συγγραφή εκπαιδευτικού υλικού:
Αλέξανδρος Σιτσάνης
Γυμναστής