→ ΣΔ Τύπου 2: 10 Μαΐου – 30 Μαΐου
→ ΣΔ Τύπου 1: 7 Ιουνίου – 20 Ιουνίου
Δράση 2021
Α' Περίοδος
10 Μαΐου - 20 Ιουνίου
Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 1: 7 Ιουνίου – 20 Ιουνίου
Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 2: 10 Μαΐου – 30 Μαΐου

Δράση 2021
Α' Περίοδος
10 Μαΐου - 20 Ιουνίου

👉 Περιεχόμενο Δράσης 2021 για Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2
Αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2: Αλλαγές στον τρόπο ζωής και φαρμακευτική αγωγή
Αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 [1-3]
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης, σε αντίθεση με τις οξείες παθήσεις, όπως η πνευμονία ή η σκωληκοειδίτιδα, όπου μπορεί να χορηγηθεί κάποια αντιβίωση ή να γίνει χειρουργική επέμβαση, είναι μία χρόνια νόσος και προϋποθέτει ότι το ίδιο το άτομο που πάσχει θα συμμετέχει ενεργά στη φροντίδα του.
Ο κοινός θεραπευτικός στόχος και για τους δύο τύπους Διαβήτη είναι ο έλεγχος της γλυκόζης αλλά διαφέρει ο τρόπος επίτευξης αυτού του στόχου. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Εταιρείας Διαβήτη που αφορούν τη φαρμακευτική αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2, είναι πολύ σημαντικό να χρησιμοποιηθεί μια προσέγγιση με επίκεντρο τον πάσχοντα η οποία και θα καθοδηγήσει τον ιατρό στην επιλογή των φαρμάκων. Θα πρέπει να εκτιμηθούν οι καρδιαγγειακές και νεφρικές συννοσηρότητες, η αποτελεσματικότητα, ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας, το κόστος, η επίδραση στο σωματικό βάρος, ο κίνδυνος για παρενέργειες και φυσικά και οι επιλογές των πασχόντων.
Τα άτομα με Διαβήτη τύπου 2 συνήθως ξεκινούν με αλλαγές στον τρόπο ζωής και με λήψη αντιδιαβητικών δισκίων από το στόμα, αλλά με τον καιρό είναι πιθανό να χρειαστεί η μετάβασή τους σε άλλους τρόπους ελέγχου. Επιπλέον, επειδή τα άτομα με Διαβήτη τύπου 2 μπορεί να έχουν διάφορες συνυπάρχουσες ασθένειες, δεν είναι σπάνιο ένα άτομο να παίρνει πολλά διαφορετικά και συχνά ακριβά φάρμακα.

Πηγή: clipart-library.com
Αλλαγές στον τρόπο ζωής [4-6]
Οι υγιειονοδιαιτητικές παρεμβάσεις (δίαιτα, άσκηση, διακοπή καπνίσματος) αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο της αντιμετώπισης του Διαβήτη τύπου 2 σε άτομα που είτε λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή είτε όχι. Για πολλά άτομα είτε υπέρβαρα είτε παχύσαρκα με Διαβήτη τύπου 2, απαιτείται απώλεια βάρους 5% για την επίτευξη ευεργετικών αποτελεσμάτων στον γλυκαιμικό έλεγχο, στα λιπίδια και την αρτηριακή πίεση. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι τα κλινικά οφέλη της απώλειας βάρους είναι προοδευτικά, και οι εντατικότεροι στόχοι απώλειας βάρους, δηλαδή 15% μείωση, μπορεί να έχουν μεγαλύτερο όφελος. Η σωματική δραστηριότητα και η άσκηση πρέπει να συνιστώνται σε όλα τα άτομα με Διαβήτη ως μέρος της διαχείρισης του γλυκαιμικού ελέγχου και της συνολικής υγείας. Θα πρέπει να δίνονται συγκεκριμένες συστάσεις και οδηγίες ανάλογα με την ηλικία, τη δραστηριότητα και την παρουσία επιπλοκών που σχετίζονται με τον Διαβήτη. Οι συστάσεις πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες κάθε ατόμου.
Οι αλλαγές στις οποίες θα χρειαστεί να προχωρήσουν οι πάσχοντες από Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 και αφορούν συνολικά τον τρόπο ζωής τους, μπορεί να περιλαμβάνουν:
- Διατροφή: Τα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 πρέπει να διαμορφώσουν ένα πρόγραμμα γευμάτων σε συνεννόηση με τον γιατρό και τον διατροφολόγο τους. Το πρόγραμμα αυτό προσαρμόζεται στις ανάγκες και τον τρόπο ζωής του κάθε ατόμου. Το πρόγραμμα γευμάτων για τον Διαβήτη περιλαμβάνει τρεις συνιστώσες: την ποσότητα (υπολογισμός της πρόσληψης θερμίδων και της πρόσληψης υδατανθράκων), τους τύπους των τροφών και τον χρόνο κατανάλωσης των γευμάτων.
- Άσκηση: Η μέτρια, συστηματική άσκηση βοηθά σημαντικά στον έλεγχο των επιπέδων της γλυκόζης και στη διατήρηση της καρδιαγγειακής υγείας. Η άσκηση βελτιώνει την ευαισθησία των ιστών στην ινσουλίνη και μειώνει τα επίπεδα ινσουλίνης σε κατάσταση νηστείας και μεταγευματικά. Η προσαρμογή του τρόπου ζωής μέσω της άσκησης μπορεί να είναι εξαιρετικά σημαντική για τη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου στα άτομα με Διαβήτη τύπου 2. Η άσκηση ελαττώνει επίσης τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου βελτιώνοντας το λιπιδαιμικό προφίλ και τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης στα άτομα με Διαβήτη. Όταν συνδυαστεί με τροποποιήσεις στη δίαιτα, η άσκηση μπορεί να μειώσει αποτελεσματικά το σωματικό λίπος. Αυτός είναι συνήθως ένας σημαντικός παράγοντας για την επίτευξη του γλυκαιμικού ελέγχου στα άτομα με Διαβήτη τύπου 2.

Πηγή: pinclipart.com
Φαρμακευτική αντιμετώπιση στον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2
Αλγόριθμος αντιμετώπισης ασθενών με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 από την Αμερικάνικη Ενδοκρινολογική Εταιρεία

Η αντιμετώπιση του Διαβήτη τύπου 2 θα πρέπει να ξεκινά με τη χορήγηση μετφορμίνης εκτός εάν υπάρχει αντένδειξη (πχ νεφρική ανεπάρκεια με GFR μικρότερη από 30 ml / min) ) ή δυσανεξία (πχ γαστρεντερικές διαταραχές). Για πολλούς ασθενείς αυτό θα είναι μονοθεραπεία σε συνδυασμό με τροποποιήσεις στον τρόπο ζωής. Εάν ο στόχος της HbA1c δεν επιτευχθεί μετά από περίπου 3 μήνες, η μετφορμίνη μπορεί να συνδυαστεί με οποιαδήποτε από τις προτιμώμενες έξι επιλογές θεραπείας:
- σουλφονυλουρία,
- θειαζολιδινεδιόνη,
- αναστολέα DPP-4,
- αναστολέα SGLT2,
- GLP-1 RA ή
- βασική ινσουλίνη.
Όσον αφορά τις σουλφονυλουρίες, είναι αντιδιαβητικά φάρμακα που ανήκουν στην κατηγορία των εκκριταγωγών (ıνσουλıνοεκκρıτıκών), δηλαδή των φαρμάκων που αυξάνουν την έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας και κατ’ αυτόν τον τρόπο ελαττώνουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Το μεγάλο τους μειονέκτημα είναι ότι προκαλούν υπογλυκαιμία και πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή. Άλλες πιο σπάνιες παρενέργειες είναι: αδυναμία, παραισθήσεις, λευκοπενία, θρομβοπενία, ακοκκιοκυτταραιμία απλαστική ή αιμολυτική αναιμία.
Εάν χρησιμοποιούνται, προτιμώνται οι σουλφονυλουρίες με μικρότερη διάρκεια δράσης, όπως η γλιπιζίδη ή η γλιμεπιρίδη. Η γλιβενκλαμίδη είναι μια σουλφονυλουρία μακράς δράσης και πρέπει να αποφεύγεται σε ηλικιωμένους ενήλικες.
Οι θειαζολιδινεδιόνες (TZDs), επίσης γνωστές ως γλιταζόνες, κατατάσσονται ως από του στόματος υπογλυκαιμικά φάρμακα μαζί με τις διγουανίδες, λαμβάνονται μία ή δύο φορές ημερησίως με ή χωρίς τροφή και λειτουργούν στοχεύοντας στην αντίσταση στην ινσουλίνη. Αυτή η ευνοϊκή επίδραση των TZDs στη μείωση της ινσουλινοαντίστασης έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της πρόσληψης γλυκόζης από τα μυϊκά και λιπώδη κύτταρα, τη μείωση της ενδογενούς παραγωγής γλυκόζης από τα ηπατικά κύτταρα και εμμέσως τη βελτίωση της λειτουργίας του β-κυττάρου (λόγω της μείωσης της γλυκο- και λιποτοξικότητας). Οι γλιταζόνες βοηθούν επίσης στη μείωση της αρτηριακής πίεσης και στη βελτίωση του μεταβολισμού των λιπιδίων αυξάνοντας τα επίπεδα της HDL (ή «καλής») χοληστερόλης. Το φάρμακο αυτό βελτιώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη και βοηθά επίσης στην προστασία των κυττάρων που παράγουν ινσουλίνη στο πάγκρεας. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μόνο του ως μονοθεραπεία (με ιδιαίτερη προσοχή) ή ως συνδυαστική θεραπεία είτε με σουλφονυλουρία είτε μετφορμίνη ή ινσουλίνη.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες των γλιταζονών μπορεί να περιλαμβάνουν: κατακράτηση νερού, αύξηση βάρους, προβλήματα όρασης, πόνο στο στήθος, αλλεργικές δερματικές αντιδράσεις, καρδιακή ανεπάρκεια (σαν αποτέλεσμα υπερφόρτωσης υγρών, διαστολής του εξωκυττάριου όγκου).
Συμπερασματικά, οι TZDs είναι αντιδιαβητικοί παράγοντες με αξιόλογο προφίλ αποτελεσματικότητας που στοχεύουν αξιόπιστα στη βασική παθοφυσιολογική πτυχή του διαβητικού συνδρόμου που είναι η ινσουλινοαντίσταση, με κάποιες ενδεχόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες που απαιτούν παρακολούθηση και επιλογή των ατόμων που θα λάβουν την αγωγή αυτή.

Πηγή: giphy.com
Εν συνεχεία, οι αναστολείς της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης 4 ή γλιπτίνες (DPP-4 inhibitors) είναι ακόμα μια κατηγορία αντιδιαβητικών φαρμάκων. Τα φάρμακα αυτά δρουν αναστέλλοντας εκλεκτικά και αναστρέψιμα τη δράση του ενζύμου διπεπτιδυλική πεπτιδάση 4, που διασπά τις ινκρετίνες, τις παραγόμενες δηλαδή ορμόνες που απελευθερώνεται από το έντερο μετά το γεύμα και διεγείρουν την παραγωγή ινσουλίνης από το πάγκρεας. Οι αναστολείς της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης 4 χορηγούνται ως μονοθεραπεία σε πάσχοντες από Διαβήτη τύπου 2 που δεν ελέγχονται επαρκώς μόνο με δίαιτα και άσκηση και για τους οποίους η μετφορμίνη είναι ακατάλληλη λόγω δυσανεξίας ή αντενδείκνυται λόγω νεφρικής δυσλειτουργίας ή σε συνδυασμό με μετφορμίνη όταν η δίαιτα και η άσκηση με προσθήκη μόνο μετφορμίνης δεν παρέχουν επαρκή γλυκαιμικό έλεγχο. Όταν οι αναστολείς χορηγούνται σε συνδυασμό με σουλφονυλουρία ή με ινσουλίνη, θα πρέπει να εξετάζεται μικρότερη δόση σουλφονυλουρίας ή ινσουλίνης, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας. Η χρήση των αναστολέων της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης 4 δεν ενδείκνυται σε πάσχοντες από Διαβήτη τύπου 1 ή για τη θεραπεία διαβητικής κετοξέωσης καθώς και σε συγχορήγηση με αναστολέα GLP-1.
Από τους εκπροσώπους της κατηγορίας αυτής κυκλοφορούν στη φαρμακευτική αγορά:
- Η σιταγλιπτίνη (100 mg) που χορηγείται ως μονοθεραπεία, σε περίπτωση μη ανεκτικότητας ή αντένδειξης της μετφορμίνης, καθώς και σε συνδυασμό με μετφορμίνη ή/και γλιταζόνη ή/και σουλφονυλουρία (διπλή ή τριπλή αγωγή) ή ινσουλίνη.
- Η βιλνταγλιπτίνη (50 mg), η οποία χορηγείται δύο φορές την ημέρα σε συνδυασμό με μετφορμίνη ή γλιταζόνη ή μία φορά την ημέρα με σουλφονυλουρία ή ινσουλίνη σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο σταδίου 3 έως 5 και χορηγείται άπαξ ημερησίως.
- Η σαξαγλιπτίνη (5 mg) η οποία χορηγείται μία φορά την ημέρα σε συνδυασμό με μετφορμίνη, σουλφονυλουρία ή γλιταζόνη. Στην περίπτωση συγχορήγησης των αναστολέων DPP-4 με σουλφονυλουρίες απαιτείται προσοχή, λόγω του κινδύνου των υπογλυκαιμιών. Η σαξαγλιπτίνη μπορεί να χορηγηθεί σε δοσολογία 2,5 mg ημερησίως σε ασθενείς με GFR<30 ml/min.
- Η λιναγλιπτίνη η οποία χορηγείται μία φορά την ημέρα (5 mg) σε συνδυασμό με μετφορμίνη ή με σουλφονυλουρία και μετφορμίνη και σε συνδυασμό με γλιταζόνη ή ινσουλίνη. Σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία δεν απαιτείται ρύθμιση της δόσης και φαίνεται να είναι πλέον ειδικός και κατάλληλος αναστολέας DPP-4 για τη χορήγηση σε ασθενείς με GFR < 60 Un/min καθ’ όσον αποβάλλεται μόνο κατά 5% με σπειραματική διήθηση από τους νεφρούς.
- Η αλογλιπτίνη (25 mg) είναι ο νεότερος σε κυκλοφορία στην Ελλάδα αναστολέας DPP-4. Χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη εκλεκτικότητα για DPP-4 (>14.000 εκλεκτικότητα για DPP-4 σε σχέση με DPP-8 ή DPP-9), έχει μεγάλο χρόνο ημίσειας ζωής, δεν έχει αλληλεπίδραση με το κυτόχρωμα P450 και παρουσιάζει ευνοϊκό προφίλ ασφάλειας.
Η ηλικία, η φυλή, το φύλο και συνύπαρξη χρόνιου νοσήματος δεν αποτελούν τροποποιητικά αίτια για την επιλογή τους, εκτός από την παρουσία χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας (GFR<50mL/min/1.73m2) που απαιτεί μείωση της ημερήσιας δόσης στο μισό εκτός της λιναγλιπτίνης λόγω του ότι μεταβολίζεται στο ήπαρ.
Όσον αφορά τις ανεπιθύμητες παρενέργειες έχουν αναφερθεί αντιδράσεις υπερευαισθησίας, αλλεργικού τύπου εξάνθημα και παγκρεατίτιδα.
Άλλη μια θεραπευτική κατηγορία φαρμάκων για τον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 που δρα αναστέλλοντας τη νεφρική επαναρρόφηση της γλυκόζης με μηχανισμό ανεξάρτητο από την ινσουλίνη, είναι οι αναστολείς συμμεταφορέα νατρίου γλυκόζης (SGLT-2). Η δράση των φαρμάκων αυτών έγκειται στην αναστολή των συμμεταφορέων νατρίου γλυκόζης υπότυπου 2 (SGLT2) που προάγουν την επαναρρόφηση της μεγαλύτερης ποσότητας διηθούμενης γλυκόζης από τα εγγύς νεφρικά σωληνάρια, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η αποβολή γλυκόζης στα ούρα (γλυκοζουρία) και να μειώνεται η υπεργλυκαιμία ανεξάρτητα από τη λειτουργία του β παγκρεατικού κυττάρου. Με τον αποκλεισμό των συμμεταφορέων SGLT2, οι συμμεταφορείς SGLT1 που έχουν μικρότερη μεταφορική δυνατότητα, αν και έχουν μεγαλύτερη συνάφεια με τη γλυκόζη από τους SGLT2, επωμίζονται τον μεγαλύτερο φόρτο στην επαναρρόφηση της γλυκόζης ώστε να αποτρέπονται ανεπιθύμητες υπογλυκαιμίες (εικόνα 1 και 2).

Εικόνα 1

Εικόνα 2
Τα φάρμακα στην κατηγορία αναστολέων SGLT2 περιλαμβάνουν τις ουσίες εμπαγλιφοζίνη (10 και 25 mg), καναγλιφοζίνη (100 και 300mg) και δαπαγλιφοζίνη (5 και 10mg).
Τα πλεονεκτήματά τους είναι η απώλεια βάρους, η απουσία υπογλυκαιμίας, η πρόληψη της νεφρικής νόσου και η χορήγησή τους μία φορά την ημέρα. Για ασθενείς με Αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο (ASCVD) ή με δείκτες υψηλού κινδύνου ASCVD (όπως ασθενείς ηλικίας ≥55 ετών με στένωση στεφανιαίας αρτηρίας, καρωτίδας ή υπερτροφία αριστερής κοιλίας), καρδιακή ανεπάρκεια ή χρόνια νεφρική νόσο, οι αναστολείς SGLT-2 με αποδεδειγμένο καρδιαγγειακό όφελος συνιστώνται ως μέρος της θεραπείας, ανεξάρτητα από τη χρήση μετφορμίνης. Επιπρόσθετα, υπάρχουν πλέον πολλές μεγάλες τυχαιοποιημένες μελέτες που αναφέρουν στατιστικά σημαντικές μειώσεις των καρδιαγγειακών επεισοδίων σε πάσχοντες από Διαβήτη τύπου 2 που έλαβαν αναστολέα SGLT-2 (εμπαγλιφοζίνη, καναγλιφοζίνη, δαπαγλιφοζίνη).
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειές τους είναι μολύνσεις των γεννητικών οργάνων κυρίως μυκητιάσεις και λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, με τον μεγαλύτερο κίνδυνο να υπάρχει σε γυναίκες με έντονη σεξουαλική ζωή και στους άνδρες που είναι χωρίς περιτομή και κυρίως εκείνους που δεν είναι σχολαστικοί στα ατομικά μέτρα υγιεινής και καθαριότητας. Επίσης, υπάρχει κίνδυνος διαβητικής κετοξέωσης (σπάνια), κίνδυνος κατάγματος των οστών (καναγλιφοζίνη). Λιγότερο συχνά αυξάνουν τον αιματοκρίτη, δημιουργούν αίσθημα ζάλης, κόπωσης και υπνηλίας ιδίως τις δύο πρώτες εβδομάδες από την έναρξη της θεραπείας και υπάρχει κίνδυνος υποτασικών επεισοδίων σε όσους έχουν χαμηλή πίεση. Επίσης, αυξάνουν την LDL και θα πρέπει να διακόπτονται πριν από προγραμματισμένο χειρουργείο για αποφυγή πιθανής διαβητικής κετοξέωσης.
Σχετικά πρόσφατα προστέθηκε στη φαρέτρα της αντιδιαβητικής αγωγής μια νέα κατηγορία σκευασμάτων που περιλαμβάνει τους αγωνιστές GLP-1 (glucagon-like peptide-1). Οι δράσεις των GLP-1 περιλαμβάνουν τη διέγερση έκκρισης ινσουλίνης, την καταστολή έκκρισης γλυκαγόνης, τη μείωση της γαστρικής κινητικότητας, τη μειωμένη πρόσληψη τροφής και την αύξηση της ινσουλινοευαισθησίας. Αυξάνοντας την έκκριση ινσουλίνης και αναστέλλοντας την απελευθέρωση της γλυκαγόνης, τα ανάλογα GLP-1 προκαλούν μείωση της γλυκόζης στο αίμα και βοηθούν στη μείωση της HbA1c. Έχει επίσης αποδειχθεί σε κλινικές μελέτες ότι είναι επωφελείς για την απώλεια βάρους όταν χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με δίαιτα και άσκηση. Η θεραπεία με GLP-1 μειώνει τα καρδιαγγειακά συμβάματα σε ανθρώπους με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2. Οι οδηγίες συνιστούν να αρχίζει η θεραπεία αμέσως μετά τη μετφορμίνη σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο.
Τα ανάλογα GLP-1 που χρησιμοποιούνται στη χώρα μας είναι η λιραγλουτίδη (1,2-1,8 mg ημερησίως) και η ντουλαγλουτίδη (0,75 ή 1,5mg/ βδομάδα) και είναι σε ενέσιμη μορφή. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να σχετίζονται με συμπτώματα από το γαστρεντερικό, όπως μετεωρισμός και διάρροιες και θα πρέπει να αποφεύγεται η χορήγηση σε άτομα που έχουν ιστορικό παγκρεατίτιδας.
Ινσουλινοθεραπεία στον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2
Μελέτες παρατήρησης καταδεικνύουν ότι σε πολλές περιπτώσεις η εντατικοποίηση της αγωγής (πχ με ινσουλίνη) γίνεται μετά από 10 έτη από την έναρξη του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 και με HbA1c >9%, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης αγγειακών επιπλοκών. Αντίθετα, τόσο η Ευρωπαϊκή όσο και η Αμερικάνικη Διαβητολογική Εταιρία συστήνουν έγκαιρη παρέμβαση με στόχο την καλύτερη δυνατή ρύθμιση και την αποφυγή αγγειακών επιπλοκών. Οι κυριότεροι λόγοι που προβάλλονται, και αφορούν την καθυστέρηση στην έναρξη της ινσουλίνης, είναι ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας, η αύξηση του βάρους, ο φόβος της ένεσης, η έλλειψη εμπειρίας και χρόνου για την εκπαίδευση και σε κάποιες περιπτώσεις το υψηλό κόστος θεραπείας των νεότερων σκευασμάτων. Η προοδευτική εξέλιξη του Διαβήτη τύπου 2 πρέπει να εξηγείται τακτικά και αντικειμενικά στους ασθενείς και οι θεράποντες ιατροί πρέπει να αποφεύγουν τη χρήση ινσουλίνης ως απειλή ή να την περιγράφουν ως ένδειξη προσωπικής αποτυχίας ή τιμωρίας στους ασθενείς τους.
Η βασική ινσουλίνη μπορεί να προστεθεί στη μετφορμίνη και σε άλλα από του στόματος φάρμακα για τον Διαβήτη. Οι αρχικές δόσεις μπορούν να εκτιμηθούν βάσει του σωματικού βάρους (0,1-0,2 μονάδες / kg / ημέρα) και του βαθμού υπεργλυκαιμίας, με εξατομικευμένη τιτλοποίηση σε ημέρες έως εβδομάδες, όπως απαιτείται. Η κύρια δράση της βασικής ινσουλίνης είναι ο περιορισμός της παραγωγής ηπατικής γλυκόζης και ο περιορισμός της υπεργλυκαιμίας κατά τη διάρκεια της νύχτας και μεταξύ των γευμάτων.

Πηγή: favpng.com
Υπάρχουν διαφορετικά είδη βασικής ινσουλίνης και παρακάτω βλέπουμε τα χαρακτηριστικά κάθε μίας εξ αυτών:

Σε κλινικές δοκιμές, τα μακράς δράσης ανάλογα ινσουλίνης (U-100 glargine ή detemir) έχουν αποδειχθεί ότι μειώνουν τον κίνδυνο συμπτωματικής και νυχτερινής υπογλυκαιμίας σε σύγκριση με την ανθρώπινη ινσουλίνη NPH. Τα βασικά ανάλογα μακράς δράσης (U-300 glargine ή degludec) ενδέχεται να παρουσιάσουν χαμηλότερο κίνδυνο υπογλυκαιμίας σε σύγκριση με το U-100 glargine όταν χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με από του στόματος αγωγή.
Πολλοί πάσχοντες από Διαβήτη τύπου 2 απαιτούν δόσεις ινσουλίνης πριν από τα γεύματα, εκτός από τη βασική ινσουλίνη, για την επίτευξη γλυκαιμικών στόχων. Γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να χρησιμοποιείται η γευματική – ταχείας δράσης ινσουλίνη. Μια δόση 4 μονάδων ή 10% της ποσότητας βασικής ινσουλίνης στο μεγαλύτερο γεύμα ή το γεύμα με το μεγαλύτερο μεταγευματικό γλυκαιμικό φορτίο είναι μια ασφαλής εκτίμηση για την έναρξη της θεραπείας. Στη συνέχεια, το θεραπευτικό σχήμα ινσουλίνης μπορεί να εντατικοποιηθεί με βάση τις ανάγκες των πασχόντων. Τα άτομα με Διαβήτη τύπου 2 έχουν μεγαλύτερη αντίσταση στην ινσουλίνη από εκείνα με Διαβήτη τύπου 1, χρειάζονται υψηλότερες ημερήσιες δόσεις (περίπου 1 μονάδα / kg) και έχουν χαμηλότερα ποσοστά υπογλυκαιμίας. Η τιτλοποίηση μπορεί να βασίζεται στον καθημερινό αυτοέλεγχο της γλυκόζης ή στη HBA1c. Οι μετα-αναλύσεις των μελετών που συγκρίνουν τα ανάλογα ινσουλίνης ταχείας δράσης με την ανθρώπινη κανονική ινσουλίνη σε πάσχοντες από Διαβήτη τύπου 2, δεν ανέφεραν σημαντικές διαφορές στη HBA1c ή την υπογλυκαιμία.
Παρακάτω βλέπουμε τα χαρακτηριστικά των ινσουλινών ταχείας δράσης:

Βιβλιογραφία Ενότητας
- DeFronzo RA. Lilly lecture 1987. The triumvirate: beta-cell, muscle, liver: a collusion responsible for NIDDM. Diabetes. 1988;37:667-687.
- Sivitz WI. Lipotoxicity and glucotoxicity in type 2 diabetes: effects on development and progression. Postgrad Med. 2001;109:55-64.
- Expert Panel on Detection, Evaluation, and Treatment of High Blood Cholesterol in Adults: Executive Summary of the Third Report of the National Cholesterol Education Program (NCEP) Expert Panel on Detection, Evaluation, and Treatment of High Blood Cholesterol in Adults (Adult Treatment Panel III). JAMA 2001;285:2486-2497
- Standards of Medical Care in Diabetes—2021: Summary of Revisions. Diabetes Care. 2021 Jan;44(Suppl 1):S111-S125.
- Garg J, Bakris GL. Microalbuminuria: marker of vascular dysfunction, risk factor for cardiovascular disease. J Vasc Med 2002;7:35–43.
- The Canadian Diabetes Association. Guidelines for the nutritional management of diabetes mellitus in the new millennium: a position statement by the Canadian diabetes association.
- Peterson KF, Shulman GI. Pathogenesis of skeletal muscle insulin resistance in type 2 diabetes mellitus. Am J Cardiol 2002;90(Suppl 1):11G-18G.
- Franz MJ, Boucher JL, Rutten-Ramos S,VanWormer JJ. Lifestyle weight-loss intervention outcomes in overweight and obese adults with type 2 diabetes: a systematic review and meta-analysis of randomized clinical trials. J Acad Nutr Diet 2015;115:1447–1463
- Lean ME Leslie WS,Barnes AC, et al. Primary care-led weight management for remission of type 2 diabetes (DiRECT): an open-label, cluster-randomised trial. Lancet 2018;391:541–551
- Wing RR, Lang W, Wadden TA, et al.; Look AHEAD Research Group. Benefits of modest weight loss in improving cardiovascular risk factors in overweight and obese individuals with type 2 diabetes. Diabetes Care 2011;34:1481–1486
- Colberg SR, Sigal RJ, Yardley JE, et al. Physical activity/exercise and diabetes: a position statement of the American Diabetes Association. Diabetes Care 2016;39:2065–2079
- Garber AJ, Abrahamson MJ, Barzilay JI, et al. Consensus statement by the American Association of Clinical Endocrinologists and American College of Endocrinology on the comprehensive type 2 diabetes management algorithm—2017 executive summary. Endocr Pract 2017;23:207-38.
- Consensus statement by the american association of clinical endocrinologists and american college of endocrinology on the comprehensive type 2 diabetes management algorithm – 2020 executive summary Endocr Pract. 2020 Jan;26(1):107-139. doi: 10.4158/CS-2019-0472.
- Dormandy JA1, Charbonnel B, Eckland DJ et al Secondary prevention of macrovascular events in patients with type 2 diabetes in the PROactive Study (PROspective pioglitAzone Clinical Trial In macroVascular Events): a randomised controlled trial. Lancet. 2005;366(9493):1279-89.
- Meier JJ, Nauck MA. Risk of pancreatitis in patients treated with incretin-based therapiesDiabetologia. 2014 Jul;57(7):1320-4.
- A. Avogaro and G.Paolo Fadini. The Effects of Dipeptidyl Peptidase-4 Inhibition on Microvascular Diabetes Complications Diabetes Care 2014;37:2884–2894.
- Cardiovascular Disease and Risk Management: Standards of Medical Care in Diabetes—2021 American Diabetes Association Diabetes Care 2021 Jan; 44(Supplement 1): S125-S150
- Zelniker TA, Wiviott SD, Raz I, et al. Comparison of the effects of glucagon-like peptide receptor agonists and sodium-glucose cotransporter 2 inhibitors for prevention of major adverse cardiovascular and renal outcomes in type 2 diabetes mellitus. Circulation 2019;139:2022–2031
- American Diabetes Association Diabetes Care 2021 Jan; 44(Supplement 1): S111-S124.
- Porcellati F, Lucidi P, Cioli P, et al. Pharmacokinetics and pharmacodynamics of insulin glargine given in the evening as compared with in the morning in type 2 diabetes. Diabetes Care 2015;38:503–512
- Wang Z, Hedrington MS, Gogitidze Joy N, et al. Dose-response effects of insulin glargine in type 2 diabetes. Diabetes Care 2010;33:1555–1560
- Singh SR, Ahmad F, Lal A, Yu C, Bai Z, Bennett H. Efficacy and safety of insulin analogues for the management of diabetes mellitus: a meta-analysis. CMAJ 2009;180:385–397
- Horvath K, Jeitler K, Berghold A, et al. Long-acting insulin analogues versus NPH insulin (human isophane insulin) for type 2 diabetes mellitus. Cochrane Database Syst Rev 2007;2:CD005613
- Monami M, Marchionni N, Mannucci E. Long-acting insulin analogues versus NPH human insulin in type 2 diabetes: a meta-analysis. Diabetes Res Clin Pract 2008;81:184–189
- Owens DR, Τraylor L, Mullins P, Landgraf W. Patient-level meta-analysis of efficacy and hypoglycaemia in people with type 2 diabetes initiating insulin glargine 100U/mL or neutral protamine Hagedorn insulin analysed according to concomitant oral antidiabetes therapy. Diabetes Res Clin Pract 2017;124(Suppl. C):57–65
- Riddle MC, Rosenstock J, Gerich J; Insulin Glargine 4002 Study Investigators. The treat-to-target trial: randomized addition of glargine or human NPH insulin to oral therapy of type 2 diabetic patients. Diabetes Care 2003;26:3080–3086
- Hermansen K, Davies M, Derezinski T, Martinez Ravn G, Clauson P, Home P. A 26-week, randomized, parallel, treat-to-target trial comparing insulin detemir with NPH insulin as add-on therapy to oral glucose-lowering drugs in insulin-naive people with type 2 diabetes. Diabetes Care 2006;29:1269–1274
- Bolli GB, Riddle MC, Bergenstal RM, et al.; on behalf of the EDITION 3 study investigators. New insulin glargine 300 U/ml compared with glargine 100 U/ml in insulin-naïve people with type 2 diabetes on oral glucose-lowering drugs: a randomized controlled trial (EDITION 3). Diabetes Obes Metab 2015;17:386–394
- Terauchi Y, Koyama M, Cheng X, et al. New insulin glargine 300 U/ml versus glargine 100 U/ml in Japanese people with type 2 diabetes using basal insulin and oral antihyperglycaemic drugs: glucose control and hypoglycaemia in a randomized controlled trial (EDITION JP 2). Diabetes Obes Metab 2016;18:366–374
- Yki-Järvinen H, Bergenstal RM, Bolli GB, et al. Glycaemic control and hypoglycaemia with new insulin glargine 300 U/ml versus insulin glargine 100 U/ml in people with type 2 diabetes using basal insulin and oral antihyperglycaemic drugs: the EDITION 2 randomized 12-month trial including 6-month extension. Diabetes Obes Metab 2015;17:1142–114
- McCall AL. Insulin therapy and hypoglycemia. Endocrinol Metab Clin North Am 2012;41:57–87
- Mannucci E, Monami M, Marchionni N. Short-acting insulin analogues vs. regular human insulin in type 2 diabetes: a meta-analysis. Diabetes Obes Metab 2009;11:53–59
- Heller S, Bode B, Kozlovski P, Svendsen AL. Meta-analysis of insulin aspart versus regular human insulin used in a basal-bolus regimen for the treatment of diabetes mellitus. J Diabetes 2013;5:482–491
Συγγραφή εκπαιδευτικού υλικού:
Γεώργιος Τσούτσας
Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος, Υποψήφιος Διδάκτωρ ΑΠΘ
Ταμίας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων – Συλλόγων Ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΠΟΣΣΑΣΔΙΑ)
Συγγραφή εκπαιδευτικού υλικού:
Χρήστος Δαραμήλας
Βιολόγος, MSc «Φροντίδα στο Σακχαρώδη Διαβήτη»
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων – Συλλόγων Ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΠΟΣΣΑΣΔΙΑ)