→ ΣΔ Τύπου 2: 10 Μαΐου – 30 Μαΐου
→ ΣΔ Τύπου 1: 7 Ιουνίου – 20 Ιουνίου
Δράση 2021
Α' Περίοδος
10 Μαΐου - 20 Ιουνίου
Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 1: 7 Ιουνίου – 20 Ιουνίου
Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 2: 10 Μαΐου – 30 Μαΐου

Δράση 2021
Α' Περίοδος
10 Μαΐου - 20 Ιουνίου

👉 Περιεχόμενο Δράσης 2021 για Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1
Ο ρόλος της ινσουλίνης και η εμφάνιση του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1
Η λειτουργία και ο ρόλος της ινσουλίνης που παράγει ο ανθρώπινος οργανισμός
Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται από το πάγκρεας και έχει πολλές σημαντικές λειτουργίες στο ανθρώπινο σώμα, ιδιαίτερα στον έλεγχο των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα και στην πρόληψη της υπεργλυκαιμίας. Έχει επίσης επίδραση σε πολλές άλλες περιοχές του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης των λιπιδίων και της ρύθμισης της ενζυμικής δραστηριότητας [1].

Πηγή: Designua, Image ID: 283557914 via Shutterstock.com
Ινσουλίνη και μεταβολικές διεργασίες
Η ινσουλίνη είναι μια από τις ορμόνες που παράγονται από τον οργανισμό.
Με βάση τη χημική δομή τους, οι ορμόνες κατατάσσονται σε:
- Πεπτιδικές (π.χ. ινσουλίνη)
- Ορμόνες που προέρχονται από αμινοξέα αλλά δεν είναι πεπτίδια (π.χ. επινεφρίνη)
- Στεροειδείς (π.χ. κορτιζόλη)
- Ορμόνες που προέρχονται από λιπαρά οξέα ή άλλα λιπίδια (π.χ. προσταγλανδίνες).
Οι ορμόνες κατατάσσονται, επίσης, και με βάση τον αδένα παραγωγής τους (ορμόνες της υπόφυσης, των επινεφριδίων, του θυρεοειδούς, των παραθυρεοειδών, του γενετικού συστήματος, της επίφυσης, του θύμου αδένα) [2-3].
Για πολλά ορμονικά συστήματα η σηματοδοτική πορεία ξεκινάει από τον εγκέφαλο και σταδιακά φτάνει στον μέγιστο βαθμό στον τελικό ιστό-στόχο. Η διέγερση μπορεί να προέρχεται από το εξωτερικό περιβάλλον ή εσωτερικά από τον οργανισμό μέσω ειδικού νευρώνα. Αυτό το σήμα μπορεί να διαβιβαστεί ως ηλεκτρικός παλμός ή/και ως χημικό σήμα.
Παρακάτω παρουσιάζεται ένας κατάλογος των κυριότερων ορμονών καθώς και η δομή και η λειτουργία τους, επιγραμματικά.


Πολύ γενικά, οι λειτουργίες των ορμονών μπορεί να είναι ρυθμιστικές και μορφογενετικές, ενώ μπορεί να δρουν ανεξάρτητα ή σε συνδυασμό με άλλες ορμόνες και άλλες λειτουργίες του οργανισμού, με στόχο την ολοκλήρωση των λειτουργιών αυτών [2-3].
Ρυθμιστικές λειτουργίες των ορμονών
Στις ρυθμιστικές λειτουργίες των ορμονών περιλαμβάνεται η διατήρηση της ομοιόστασης (διατήρηση σχετικά σταθερών συνθηκών) στη χημική σύσταση των ενδοκυτταρικών και εξωκυτταρικών υγρών, η οποία επιτυγχάνεται μέσω των ορμονών που ρυθμίζουν τον μεταβολισμό των πρωτεϊνών, των υδατανθράκων, των λιπιδίων, των αλάτων αλλά και του νερού. Επίσης, δρουν ρυθμιστικά στη σεξουαλική αναπαραγωγή, στην αντιμετώπιση του στρες, της πείνας, της μόλυνσης κτλ [4].
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ρυθμιστικής λειτουργίας αναφέρεται η διατήρηση της ομοιόστασης της γλυκόζης από τις πεπτιδικές ορμόνες γλυκαγόνη και ινσουλίνη, οι οποίες εκκρίνονται από τα νησίδια Langerhans του παγκρέατος (α και β-κύτταρα αντίστοιχα). Σύνδεση της γλυκαγόνης με τους μεμβρανικούς υποδοχείς της σε κύτταρα του ήπατος προκαλεί ενεργοποίηση ενός μηχανισμού που οδηγεί στη γλυκογονόλυση και παράλληλη αναστολή της σύνθεσης του γλυκογόνου.
Τα φυσιολογικά επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα είναι 70-110mg/dL [5].
Αυξημένη συγκέντρωση γλυκόζης στο αίμα (π.χ. μετά το γεύμα) προκαλεί μείωση της γλυκαγόνης και αύξηση της συγκέντρωσης της ινσουλίνης στο αίμα (σε κατάσταση stress εκκρίνεται επινεφρίνη). Η ινσουλίνη στη συνέχεια, συνδεόμενη στους μεμβρανικούς υποδοχείς των μυϊκών κυττάρων, προκαλεί τη μεταφορά γλυκόζης σ’ αυτά, μέσω ειδικών μεταφορέων, και τη σύνθεση γλυκογόνου. Στα ηπατοκύτταρα η ινσουλίνη αναστέλλει τη γλυκονεογένεση και ευοδώνει τη σύνθεση γλυκογόνου. Όταν η συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμα πέσει κάτω από ~80mg/dL εκκρίνεται πάλι γλυκαγόνη [6].
Ο πιο σημαντικός ρόλος της ινσουλίνης στο ανθρώπινο σώμα είναι η αλληλεπίδρασή της με τη γλυκόζη είτε αυτή προέρχεται από την αυτόνομη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, όπως παρουσιάστηκε παραπάνω, είτε από την τροφή, για να επιτρέψει στα κύτταρα του σώματος να χρησιμοποιούν τη γλυκόζη ως ενέργεια. Το πάγκρεας παράγει μεγαλύτερη ποσότητα ινσουλίνης, από ότι συνήθως, ως απόκριση στην αύξηση του επιπέδου γλυκόζης στο αίμα, για παράδειγμα μετά την κατανάλωση ενός γεύματος υψηλής γλυκόζης. Αυτό συμβαίνει επειδή η ινσουλίνη δρα ως «κλειδί» για το άνοιγμα των κυττάρων στο σώμα και επιτρέπει στη γλυκόζη να χρησιμοποιηθεί ως πηγή ενέργειας [7-8].
Επιπλέον, όταν υπάρχει περίσσεια γλυκόζης στην κυκλοφορία του αίματος, γνωστή ως υπεργλυκαιμία, η ινσουλίνη ενθαρρύνει την αποθήκευση της γλυκόζης ως γλυκογόνου στο ήπαρ, τους μυς και τα λιπώδη κύτταρα. Αυτά τα σημεία αποθήκευσης μπορούν αργότερα να χρησιμοποιηθούν, όταν οι ενεργειακές απαιτήσεις θα είναι υψηλότερες. Ως αποτέλεσμα αυτού, υπάρχει λιγότερη ινσουλίνη στην κυκλοφορία του αίματος και αποκαθίστανται τα φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
Η ινσουλίνη διεγείρει τη σύνθεση του γλυκογόνου στο ήπαρ, αλλά όταν το ήπαρ είναι κορεσμένο με γλυκογόνο, μια εναλλακτική οδός αναλαμβάνει. Αυτό συνεπάγεται την πρόσληψη επιπλέον γλυκόζης στον λιπώδη ιστό, οδηγώντας στη σύνθεση λιποπρωτεϊνών [8].

Πηγή: Alila Medical Media, Image ID:114645271 via Shutterstock.com
Τι συμβαίνει όταν απουσιάζει η ινσουλίνη
Αν απουσιάζει η ινσουλίνη, το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τη γλυκόζη ως ενέργεια στα κύτταρα. Ως αποτέλεσμα, η γλυκόζη παραμένει στην κυκλοφορία του αίματος και μπορεί να οδηγήσει σε υψηλή τιμή γλυκόζης στο αίμα, γνωστό ως υπεργλυκαιμία. Η χρόνια υπεργλυκαιμία είναι χαρακτηριστική του Σακχαρώδη Διαβήτη και εάν δεν αντιμετωπιστεί, σχετίζεται με σοβαρές επιπλοκές, όπως βλάβη στο νευρικό σύστημα, τα μάτια, τα νεφρά και τα άκρα. Η έλλειψη ινσουλίνης και η μειωμένη ικανότητα χρήσης γλυκόζης ως πηγή ενέργειας μπορεί να οδηγήσει σε αναγκαστική χρήση των αποθεμάτων λίπους ως τη μόνη πηγή ενέργειας. Η διάσπαση αυτών των λιπών μπορεί να απελευθερώσει κετόνες στην κυκλοφορία του αίματος, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μια σοβαρή κατάσταση που ονομάζεται κετοξέωση [7-8].
Άλλες λειτουργίες της ινσουλίνης
Εκτός από τη ρύθμιση της γλυκόζης, η ινσουλίνη παίζει επίσης ρόλο και σε άλλες περιοχές του σώματος. Μπορεί να εμπλέκεται σε όλες τις ακόλουθες λειτουργίες [8-11]:
- Τροποποίηση της δραστηριότητας των ενζύμων και των αποτελεσμάτων των δράσεών τους στο σώμα
- Αναδόμηση των μυών μετά από ασθένεια ή τραυματισμό μέσω της μεταφοράς αμινοξέων στον μυϊκό ιστό, ο οποίος απαιτείται για την αποκατάσταση της μυϊκής βλάβης και την αύξηση του μεγέθους και της δύναμης. Η ινσουλίνη βοηθά επίσης στη ρύθμιση της πρόσληψης αμινοξέων, της αντιγραφής του DNA και της σύνθεσης πρωτεϊνών.
- Διαχείριση της σύνθεσης λιπιδίων και της πρόσληψης από τα λιπώδη κύτταρα, τα οποία μετατρέπονται σε τριγλυκερίδια
- Διαχείριση βλαβών σε πρωτεΐνες ή/και λιπίδια λόγω αλλαγών στα λιποκύτταρα
- Συμμετοχή και συμβολή στην πρόσληψη αμινοξέων και καλίου στα κύτταρα, λειτουργίες που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν απουσία ινσουλίνης
- Διαχείριση της έκκρισης νατρίου και του όγκου υγρών στα ούρα
- Βελτίωση της μάθησης και της μνήμης των λειτουργιών του εγκεφάλου
Είναι προφανές ότι η ινσουλίνη έχει σημαντικό ρόλο σε βασικές λειτουργίες του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές.
Εμφάνιση Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 (ΣΔτ1) οφείλεται στην αυτοάνοση καταστροφή των β – κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη και συνήθως οδηγεί σε απόλυτη έλλειψή της. Η επακόλουθη έλλειψη ινσουλίνης οδηγεί σε αυξημένη γλυκόζη στο αίμα και στα ούρα [12].
Αφορά στο 4,5 % του ελληνικού πληθυσμού για το έτος 2020 [13].
Από την ίδια τη φύση του, είναι δεδομένο ότι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης του ΣΔτ1 είναι να λάβει το άτομο ινσουλίνη εξωγενώς. Η στιγμή κατά την οποία γίνεται συνήθως η διάγνωση του ΣΔτ1 δεν είναι η έναρξη της νόσου. Το πιθανότερο είναι ότι έχει ήδη καταστραφεί ένας σημαντικός αριθμός β-κυττάρων στο πάγκρεας και η φυσιολογική έκκριση ινσουλίνης τείνει να μηδενιστεί. Αυτό σημαίνει ότι ο οργανισμός πλέον δεν μπορεί να παράγει την ποσότητα ινσουλίνης που χρειάζεται για τις καθημερινές του ανάγκες και θα χρειαστεί να καλυφθεί με άλλον τρόπο [14].
Η θεραπεία με ινσουλίνη είναι απόλυτα εξατομικευμένη. Ως γενικός κανόνας όμως, ισχύει ότι η πρόσληψη της ινσουλίνης θα πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες, όπως θα γινόταν με τη φυσιολογική έκκριση ινσουλίνης [14].

Πηγή: Pinclipart.com
Διαφορετικοί τύποι ινσουλίνης και διαφορετικά σχήματα ινσουλινοθεραπείας: Γιατί υπάρχουν τόσα;
Σε έναν άνθρωπο που δεν πάσχει από Σακχαρώδη Διαβήτη, κατά το γεύμα η έκκριση της ινσουλίνης έχει δύο φάσεις: (α) την πρώτη, κατά την οποία τα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα αυξάνουν ταχύτατα και φθάνουν στο μέγιστο μέσα σε 40-60 περίπου λεπτά και έχουμε έκκριση μεγάλης ποσότητας αποθηκευμένης ινσουλίνης και (β) τη δεύτερη φάση, η οποία εξασφαλίζει την παρουσία ινσουλίνης στην κυκλοφορία για όσο χρόνο απαιτείται για τον πλήρη μεταβολισμό της γλυκόζης, των λιπιδίων και των πρωτεϊνών του γεύματος, όπου έχουμε έκκριση τόσο αποθηκευμένης όσο και νεοσυντιθέμενης ινσουλίνης και διαρκεί όσο η διάρκεια του ερεθίσματος. Στα διαστήματα μεταξύ των γευμάτων και κατά τη νύχτα απαιτούνται χαμηλότερες συγκεντρώσεις ινσουλίνης στον ορό για την καταστολή της ενδογενούς παραγωγής γλυκόζης [15].
Η έκκριση ινσουλίνης είναι παλμική κυμαινόμενη, δηλαδή με ώσεις. Οι ώσεις παρατηρούνται τόσο κατά τη βασική έκκριση ινσουλίνης (έκκριση ινσουλίνης σε κατάσταση νηστείας χωρίς γλυκαιμικό ερέθισμα) όσο και μετά από λήψη τροφής. Η έκκριση ινσουλίνης στη βασική κατάσταση αντιπροσωπεύει περίπου το 50% της 24ωρης παραγωγής ινσουλίνης και έχει ως στόχο τη γλυκόζη νηστείας μέσω της μείωσης της ηπατικής παραγωγής γλυκόζης και της μείωσης της λιπόλυσης.
Η ταχύτατη αύξηση της έκκρισης της ινσουλίνης στην αρχή του γεύματος είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη φυσιολογική διαχείριση της μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της μείωσης της ηπατικής παραγωγής γλυκόζης, της καταστολής έκκρισης γλυκαγόνης, της αύξησης κατανάλωσης της γλυκόζης από τον μυϊκό ιστό και της μείωσης της λιπόλυσης.
Στον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1, τα β-κύτταρα καταστρέφονται και η ομαλή λειτουργία του μεταβολισμού εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης.
Οι ινσουλίνες διακρίνονται ανάλογα με τον χρόνο έναρξης και τη διάρκεια δράσης τους σε διάφορες κατηγορίες όπως υπερταχείας, ταχείας, μέσης και μακράς δράσης. Επίσης, διακρίνονται σε ανθρώπινου τύπου και ανάλογα ινσουλίνης που είναι πεπτίδια, τα οποία προκύπτουν από τη μετατροπή της ανθρώπινης ινσουλίνης μέσω προσθήκης ή ανταλλαγής ορισμένων αμινοξέων, με αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση στην ταχύτητα και τη σταθερότητα απορρόφησης της ινσουλίνης με όφελος τη μείωση των υπογλυκαιμιών και κατ’ επέκταση την καλύτερη διακύμανση της γλυκόζης κατά τη διάρκεια της μέρας.
Η ταχύτητα απορρόφησης, η ηπατική και η νεφρική λειτουργία επηρεάζουν τη βιοδιαθεσιμότητα της ινσουλίνης.
Στον ΣΔτ1 η εξωγενής χορήγηση ινσουλίνης και δη η εντατικοποιημένη, είτε με σχήμα πολλαπλών ενέσεων (βασικής και ανάλογου ταχείας ή υπερταχείας δράσης) είτε με αντλία ινσουλίνης, είναι μονόδρομος. Έχει τεκμηριωθεί μέσω της μελέτης DCCT ότι η εντατικοποιημένη ινσουλινοθεραπεία έναντι της συμβατικής και η επακόλουθη μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) έχει πολλαπλά οφέλη είτε στη μικροαγγειοπάθεια είτε μακροπρόθεσμα και στις μακροαγγειακές επιπλοκές με τη συνέχιση της εντατικής θεραπείας.
Κυρίαρχο ρόλο στην επιτυχή ρύθμιση παίζει ο καθημερινός και συχνός έλεγχος της γλυκόζης αίματος, η βελτίωση των διακυμάνσεων με διατροφικές παρεμβάσεις (ποσοτική και ποιοτική επιλογή τροφίμων με βάση τη μεσογειακή διατροφή, αντικατάσταση τροφίμων υψηλού γλυκαιμικού δείκτη με τρόφιμα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη), η αποφυγή υπογλυκαιμιών, η εκπαίδευση στη διατροφή, η εύρεση της αναλογίας υδατανθράκων και οι ανάλογες προσαρμογές της ινσουλίνης καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Είδη υπαρχόντων σκευασμάτων ινσουλίνης
Α) Βασικές και γευματικές
Οι ινσουλίνες που έχουμε αυτήν τη στιγμή στη διάθεσή μας, διαχωρίζονται σε: α) βασικές ινσουλίνες και β) γευματικές ινσουλίνες, με τις πρώτες να υποδηλώνουν τη χρήση τους για την κάλυψη των αναγκών του ανθρώπινου οργανισμού καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και τις δεύτερες να χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων της λήψης τροφής.
Βλέπουμε παρακάτω τα χαρακτηριστικά κάθε μίας εξ αυτών:
Βασικές ινσουλίνες

Γευματικές Ινσουλίνες

Β) Η μακράς και ταχείας δράσης ανθρώπινη ινσουλίνη και τα ανάλογα
Η μακράς διάρκειας ανθρώπινη ινσουλίνη, η οποία χρειάζεται επαναιώρηση-ανάδευση πριν την έγχυση, έχει ως αποτέλεσμα μία μεταβλητή διακύμανση που ποικίλει και επιπροσθέτως κάνει αιχμή στις 4-6 ώρες, με συνέπεια τον αυξημένο κίνδυνο υπογλυκαιμίας, ενώ 8 ώρες μετά τη χορήγηση υφίσταται ταχεία μείωση δραστικότητας.
Παρόμοια προβλήματα υπάρχουν και με την ταχείας δράσης ανθρώπινη ινσουλίνη, όπου έχουμε αργή έναρξη δράσης, χορήγηση 30-45 min προγευματικά και μακρά διάρκεια δράσης με κίνδυνο μεταγευματικής υπογλυκαιμίας.
Αντιθέτως, τα μακράς δράσης ανάλογα προσφέρουν λιγότερες υπογλυκαιμίες, μεγαλύτερη διάρκεια δράσης και καλύτερη σταθερότητα με μικρή ενδοατομική διακύμανση, ενώ τα ανάλογα ινσουλίνης ταχείας δράσης έχουν ταχεία έναρξη δράσης, με συνέπεια τον περιορισμό των μεταγευματικών αιχμών υπεργλυκαιμίας και βραχεία διάρκεια δράσης (λιγότερες υπογλυκαιμίες), ενώ τα υπερταχείας μπορούν να χορηγηθούν και μετά το τέλος του γεύματος, όπως και κάποια από τα ταχείας δράσης ανάλογα ινσουλίνης.
Από την άλλη, τα πλεονεκτήματα των μεταγευματικών αναλόγων ινσουλίνης σε ένα σχήμα BASAL PLUS (1 δόση βασικής και 1-2 δόσεις γευματικής ινσουλίνης) είναι τα εξής: α) χορηγούνται στην αρχή του γεύματος, β) μιμούνται το φυσιολογικό προφίλ της ινσουλίνης, γ) επιτυγχάνουν σχεδόν φυσιολογική γλυκαιμική ρύθμιση μετά το γεύμα και δ) μειώνουν τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας στα διαστήματα μεταξύ των γευμάτων.
Πέρα από τα παραπάνω, πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας πως κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, έχει διαφορετικές ανάγκες, στόχους, συννοσηρότητες και επιπλοκές, επομένως και η διαχείρισή του είναι διαφορετική.
Ο ρόλος της ενεργής ινσουλίνης [16]
Τι είναι η ενεργή ινσουλίνη και γιατί είναι τόσο σημαντικό για τη διαχείριση του Σακχαρώδη Διαβήτη;
Η ενεργή ινσουλίνη είναι ένα χαρακτηριστικό ασφαλείας που ξεκίνησε να εφαρμόζεται και να χρησιμοποιείται στην αντιμετώπιση του Διαβήτη με αντλία συνεχούς χορήγησης ινσουλίνης και επεκτείνεται για χρήση σε εφαρμογές υπολογισμού δόσεων ινσουλίνης, ώστε να αποτρέψει την υπερβολική διόρθωση (πολλές μονάδες ινσουλίνης) σε αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, δίνοντας δόσεις ινσουλίνης πολύ κοντά μεταξύ τους.
Ο χρόνος ενεργού ινσουλίνης αναφέρεται στον χρόνο που η ινσουλίνη παραμένει στο σώμα ενός ατόμου με Διαβήτη, με σημείο έναρξης τη στιγμή χορήγησης. Η αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα αμέσως μετά τα γεύματα δε σημαίνει απαραίτητα ότι το άτομο χρειάζεται περισσότερη ινσουλίνη, αλλά ότι η ινσουλίνη μπορεί ακόμα να λειτουργεί για να μειώσει τα επίπεδα της γλυκόζης. Επομένως, προτού προχωρήσει κάποιος σε χορήγηση διορθωτικής δόσης, πρέπει να γνωρίζει πόση ενεργή ινσουλίνη έχει.
Γνωρίζοντας πόση ενεργή ινσουλίνη υπάρχει μέσα μας, θα μας βοηθήσει να πάρουμε μια ακριβή δόση ινσουλίνης για να διατηρήσουμε τη γλυκόζη στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα. Εάν κάνουμε μια ένεση ινσουλίνης στον εαυτό μας πολύ νωρίς μετά από προηγούμενη δόση, το σώμα μας θα έχει υπερβολική ποσότητα ινσουλίνης οδηγώντας σε χαμηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα (υπογλυκαιμία). Αυτό ονομάζεται στοίβαξη ινσουλίνης, χορήγηση δηλαδή κι άλλης δόσης ινσουλίνης στο σώμα, η οποία ουσιαστικά «στοιβάζεται» πάνω από την προηγούμενη δόση η οποία είναι ακόμη ενεργή.
Η ενεργή ινσουλίνη όχι μόνο επιτρέπει πιο ακριβή δοσολογία, αλλά βοηθά στην πρόληψη της συσσώρευσης ινσουλίνης.
Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c)
Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (ΗbA1c) είναι μια μορφή φυσιολογικής αιμοσφαιρίνης που προέρχεται από τη χημική ένωσή της με τη γλυκόζη. Η υπεργλυκαιμία αυξάνει τον ρυθμό σύνδεσης της γλυκόζης με την αιμοσφαιρίνη μέσω μιας αντίδρασης που καλείται μη ενζυματική γλυκοζυλίωση, γιατί λαμβάνει χώρα χωρίς την παρουσία ενζύμου, και συμβαίνει σε όλο τον χρόνο ζωής των ερυθρών αιμοσφαιρίων, που είναι περίπου 100-120 ημέρες. Όσο πιο υψηλό είναι το επίπεδο γλυκόζης στο αίμα τόσο πιο αυξημένο είναι το ποσοστό της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης.17
Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (ΗbA1c) αποτελεί βιοδείκτη18 για τον έλεγχο της διαχείρισης του Σακχαρώδη Διαβήτη. Είναι το τεστ αναφοράς για μακροχρόνια παρακολούθηση της γλυκόζης και τα αυξημένα επίπεδά της παρουσιάζουν συσχέτιση με διαβητικές χρόνιες επιπλοκές. Ωστόσο, η A1C δε συνιστάται ως βιοδείκτης σε κλινικές καταστάσεις όπου μπορεί να επηρεάζουν τον μεταβολισμό της αιμοσφαιρίνης, όπως είναι η αιμολυτική, δευτερογενής αναιμία ή αναιμία σιδήρου, αιμοσφαιρινοπάθειες, εγκυμοσύνη και ουραιμία (= κατάσταση η οποία παρατηρείται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια και αναφέρεται στην αύξηση σε τοξικά επίπεδα στο αίμα των παραπροϊόντων μεταβολισμού, τα οποία φυσιολογικά αποβάλλονται μέσω των νεφρών).
Το συνιστώμενο εύρος HbA1c για τους περισσότερους ανθρώπους με Διαβήτη είναι να διατηρηθεί η τιμή κάτω από 6,5%. Στο διαδίκτυο υπάρχουν πολλές ιστοσελίδες όπου μπορεί κάποιος τοποθετώντας τον μέσο όρο των τιμών γλυκόζης από τον μετρητή του σε μια «αριθμομηχανή»19 που παραθέτουν, να έχει μια «πρόβλεψη» του αποτελέσματος της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (ΗbA1c). Αναφερόμαστε στο αποτέλεσμα ως πρόβλεψη διότι, οι δύο δοκιμές μετρούν δύο διαφορετικά πράγματα, η αριθμομηχανή μπορεί να δώσει μόνο μια εκτίμηση και επομένως θα υπάρχει πάντα ασυμφωνία μεταξύ της τιμής που παρέχεται από την αριθμομηχανή και των πραγματικών εργαστηριακών αποτελεσμάτων.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι εξετάσεις γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c και γλυκόζης στο αίμα μέσω μετρητή γλυκόζης, μετρούν διαφορετικά πράγματα. Οι εξετάσεις γλυκόζης στο αίμα μέσω μετρητή γλυκόζης μετρούν τη συγκέντρωση των μορίων γλυκόζης στο αίμα σε ένα μόνο χρονικό σημείο. Η εξέταση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c μετρά την αναλογία των μορίων αιμοσφαιρίνης στο αίμα που έχουν συνδεθεί χημικά με γλυκόζη για μια περίοδο έως 3 μηνών.
Τι μπορώ να μάθω από τη μετατροπή του μέσου επιπέδου γλυκόζης στο αίμα μου σε HbA1c;
Πολλοί άνθρωποι επιθυμούν να υπολογίσουν μια εκτιμώμενη τιμή της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c από τις μέσες μετρήσεις γλυκόζης στο αίμα τους μέσω μετρητή γλυκόζης, ως προετοιμασία για ένα εργαστηριακό αποτέλεσμα HbA1c. Αυτό μπορεί επομένως να δώσει την ευκαιρία να προετοιμάσουν ερωτήσεις για τον γιατρό ή τον επαγγελματία υγείας με τον οποίο συνεργάζονται, πριν λάβουν το εργαστηριακό αποτέλεσμα.
Τι μπορώ να μάθω από τη μετατροπή της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c σε μέσο επίπεδο γλυκόζης στο αίμα;
Η μετατροπή της εργαστηριακής σας εξέτασης της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c σε μέσο επίπεδο γλυκόζης στο αίμα μπορεί να είναι χρήσιμη για τη σύγκριση των μέσων αποτελεσμάτων γλυκόζης στο αίμα σας. Εάν, για παράδειγμα, τα αποτελέσματα της μέσης γλυκόζης στο αίμα σας είναι χαμηλότερα από τον μέσο όρο που παρέχεται από την «αριθμομηχανή» κάποιων ιστοσελίδων, αυτό υποδηλώνει ότι ενδέχεται να μην κάνετε δοκιμές σε περιόδους της ημέρας κατά τις οποίες τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα σας είναι υψηλότερα, κάτι που μπορεί να περιλαμβάνει τις μετρήσεις της γλυκόζης στο αίμα μετά τα γεύματα. Επομένως, ίσως θελήσετε να πραγματοποιήσετε περισσότερες δοκιμές γλυκόζης στο αίμα σε διαφορετικές ώρες της ημέρας για να δείτε εάν αντιμετωπίζετε υψηλά αποτελέσματα που διαφορετικά δεν μπορεί να γνωρίζετε.
Ποιοι είναι οι περιορισμοί της HbA1c;
Η δοκιμή ελέγχου και επιπλοκών του Διαβήτη στη μελέτη DCCT, ακολουθούμενη από την επιδημιολογία των παρεμβάσεων και των επιπλοκών του Διαβήτη στη μελέτη EDIC, έδειξαν πόσο η αυξημένη τιμή της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c συμβάλλει στην εμφάνιση επιπλοκών στην περίπτωση του Διαβήτη τύπου 1. Η μελέτη UKPDS στο Ηνωμένο Βασίλειο επιβεβαίωσε τη σημασία του γλυκαιμικού ελέγχου καθώς και άλλων συστατικών του μεταβολικού ελέγχου, δηλαδή της αρτηριακής πίεσης, στην υγεία των ατόμων με Διαβήτη τύπου 2 [20-21]. Οι περισσότεροι παγκόσμιοι οργανισμοί προτείνουν επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c <7,0% για ενήλικες και <7,5% για παιδιά, αν και αρκετοί οργανισμοί προτείνουν στόχο HbA1c ≤6,5% για ενήλικες [22] και παιδιά [23]. Ωστόσο, όλοι οι οργανισμοί συμφωνούν ότι οι στόχοι HbA1c πρέπει να εξατομικεύονται σε κάθε ασθενή. Παρόλο που η HbA1c παραμένει ο δείκτης αναφοράς για την αξιολόγηση του γλυκαιμικού ελέγχου και την πρόβλεψη του κινδύνου ανάπτυξης μακροχρόνιων επιπλοκών, έχει αρκετούς περιορισμούς, καθώς η HbA1c:
- Παρέχει μόνο έναν μέσο όρο των επιπέδων γλυκόζης τους προηγούμενους 2-3 μήνες.
- Δεν ανιχνεύει υπογλυκαιμία ή υπεργλυκαιμία σε καθημερινή βάση.
- Είναι ένα αναξιόπιστο μέτρο σε πάσχοντες από Σακχαρώδη Διαβήτη, οι οποίοι έχουν παράλληλα αναιμία [24], αιμοσφαιρινοπάθειες [25] ή έλλειψη σιδήρου [26] και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης [27].
- Δεν αντικατοπτρίζει ταχείες αλλαγές στον καθημερινό έλεγχο της γλυκόζης.
- Δεν παρέχει δεδομένα σχετικά με τον τρόπο προσαρμογής του θεραπευτικού σχήματος όταν τα επίπεδα HbA1c είναι αυξημένα.
Συνοπτικά, αν και η HbA1c έχει αποδειχθεί εξαιρετικά πολύτιμη στη διαχείριση των ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη, αποτελεί πολύτιμο μέτρο της υγείας του πληθυσμού και παραμένει επικυρωμένος δείκτης γλυκοζυλίωσης ως παράγοντας κινδύνου για επιπλοκές, ωστόσο έχει αποδειχτεί ότι δεν είναι τόσο χρήσιμη στην εξατομικευμένη διαχείριση του Διαβήτη.
Η βιβλιογραφία καταγράφει ότι υπάρχουν εθνοτικές και φυλετικές διαφορές στα ποσοστά γλυκοζυλίωσης [28-30], η οποία επηρεάζει την ακρίβεια των μετρήσεων της HbA1c. Τα αποτελέσματα των εθνοτικών διαφορών κατά μέσο όρο HbA1c δεν μπορούν να εξηγηθούν εξ ολοκλήρου από μετρημένες διαφορές στη γλυκαιμία, διαφορές στους κοινωνιοδημογραφικούς ή κλινικούς παράγοντες ή από διαφορές στην πρόσβαση στη φροντίδα ή στην ποιότητα της περίθαλψης. Ένα εκτιμώμενο επίπεδο της HbA1c (eA1C) μπορεί να υπολογιστεί εάν υπάρχουν επαρκή δεδομένα rtCGM / iCGM (70% ή 10 ημέρες από τις 14 ημέρες δεδομένων CGM). Το eA1C και η εργαστηριακή τιμή της HbA1c μπορεί να διαφέρουν σε κάποιο βαθμό για ένα συγκεκριμένο άτομο, επειδή υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την ανάγνωση της HbA1c. Η γνώση του τρόπου σύγκρισης μιας eA1C που προέρχεται από τα δεδομένα του CGM ενός ατόμου με την HbA1c που μετρήθηκε από το εργαστήριο μπορεί να είναι χρήσιμη για ασφαλή και αποτελεσματική κλινική διαχείριση [31].
Βιβλιογραφία
- Niswender, K.D. and Schwartz, M.W., Insulin and leptin revisited: adiposity signals with overlapping physiological and intracellular signaling capabilities, Front Neuroendocrinol, 2003, 24, 1-10
- Alberts B., Jonson A.,Lewis J, Raff M., Roberts K., Walter P., Molecular Biology of the Cell, 4th edition, Garland Science
- Berg J.M., Tymoczko J.L., Stryer L. (2006) Biochemistry, 6th edition
- Mathews C.K., van Holde K.E., Ahern K.G. (2000) Biochemistry, 3rd edition, Addison Wesley Longman
- Κατευθυντήριες οδηγίες Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρίας 2020
- Zubay G., (1993) Biochemistry, 3rd edition, Wm.C.Brown Publishers
- Zhao, W.Q., Chen, H., Quon, M.J. and Alkon, D.L., Insulin and the insulin receptor in experimental models of learning and memory, Eur J Pharmacol, 2004, 490, 71-81
- Woods, S.C., Schwartz, M.W., Baskin, D.G. and Seeley, R.J., Food intake and the regulation of body weight, Annu Rev Psychol, 2000, 51, 255-277.
- Obici, S., Feng, Z., Karkanias, G., Baskin, D.G. and Rossetti, L., Decreasing hypothalamic insulin receptors causes hyperphagia and insulin resistance in rats, Nat Neurosci, 2002a, 5, 566-572.
- Obici, S., Zhang, B.B., Karkanias, G. and Rossetti, L., Hypothalamic insulin signaling is required for inhibition of glucose production, Nat Med, 2002b, 8, 1376-1382.
- Fehm, H.L., Kern, W. and Peters, A., The selfish brain: competition for energy resources, Prog Brain Res, 2006, 153, 129-140.
- Κατευθυντήριες οδηγίες Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρίας 2020
- Πανελλήνια Ομοσπονδία Σωματείων – Συλλόγων Ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΠΟΣΣΑΣΔΙΑ) 2020 – Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης 2020: https://glikos-planitis.gr/index.php/2021/01/12/possasdia-ari8mos-pasxontwn-apo-sd-2020-hdika
- Classification and Diagnosis of Diabetes, Standards of Medical Care in Diabetes—2017, Diabetes Care: Jan. 2017 Volume 40, Supp 1 S11)
- Η. Μυγδάλης Στρατηγικές στον Σακχαρώδη Διαβήτη εκδ. ΖΗΤΑ 215-229
- John Walsh at all: Confusion Regarding Duration of Insulin Action: A Potential Source for Major Insulin Dose Errors by Bolus Calculators. J Diabetes Sci Technol. 2014 Jan;8(1):170-178. doi: 10.1177/1932296813514319. Epub 2014 Jan 1.
- http://www.ioanninamed.gr
- Priscila Aparecida Correa Freitas at all: Glycated albumin: a potential biomarker in diabetesArch Endocrinol Metab / May-Jun 2017;61(3):296-304.
- https://www.diabetes.co.uk/hba1c-to-blood-sugar-level-converter.html
- Orchard TJ, Nathan DM, Zinman B, et al.; Writing Group for the DCCT/EDIC Research Group. Association between 7 years of intensive treatment of type 1 diabetes and long-term mortality. JAMA 2015;313:45–53 [PMC free article] [PubMed] [Google Scholar]
- Holman RR, Paul SK, Bethel MA, Matthews DR, Neil HAW. 10-year follow-up of intensive glucose control in type 2 diabetes. N Engl J Med 2008;359:1577–1589 [PubMed] [Google Scholar]
- Garber AJ, Abrahamson MJ, Barzilay JI, et al.; American Association of Clinical Endocrinologists (AACE); American College of Endocrinology (ACE) . Consensus statement by the American Association of Clinical Endocrinologists and American College of Endocrinology on the comprehensive type 2 diabetes management algorithm – 2016 Executive Summary. Endocr Pract 2016;22:84–113 [PubMed] [Google Scholar]
- National Institute for Health and Care Excellence (NICE) Diabetes (type 1 and type 2) in children and young people: diagnosis and management, 2015. NICE guideline [NG18]. London, U.K., National Institute for Health and Care Excellence. Available from www.nice.org.uk/guidance/NG18. Accessed 4 May 2017.
- National Institute of Diabetes and Digestive and Kidney Diseases Sickle cell trait & other hemoglobinopathies & diabetes (for providers) [Internet], 2014. Available from http://diabetes.niddk.nih.gov/dm/pubs/hemovari-A1C/index.aspx. Accessed 26 August 2017.
- Bry L, Chen PC, Sacks DB. Effects of hemoglobin variants and chemically modified derivatives on assays for glycohemoglobin. Clin Chem 2001;47:153–163 [PubMed] [Google Scholar]
- Ford ES, Cowie CC, Li C, Handelsman Y, Bloomgarden ZT. Iron-deficiency anemia, non-iron-deficiency anemia and HbA1c among adults in the US. J Diabetes 2011;3:67–73 [PubMed] [Google Scholar]
- Nielsen LR, Ekbom P, Damm P, et al. HbA1c levels are significantly lower in early and late pregnancy. Diabetes Care 2004;27:1200–1201 [PubMed] [Google Scholar]
- Bergenstal RM, Gal RL, Connor CG, et al.; T1D Exchange Racial Differences Study Group. Racial differences in the relationship of glucose concentrations and hemoglobin A1c levels. Ann Intern Med 2017;167:95–102 [PubMed] [Google Scholar]
- Shipman KE, Jawad M, Sullivan KM, Ford C, Gama R. Ethnic/racial determinants of glycemic markers in a UK sample. Acta Diabetol 2015;52:687–692 [PubMed] [Google Scholar]
- Wolffenbuttel BHR, Herman WH, Gross JL, Dharmalingam M, Jiang HH, Hardin DS. Ethnic differences in glycemic markers in patients with type 2 diabetes. Diabetes Care 2013;36:2931–2936 [PMC free article] [PubMed] [Google Scholar]
- Beck RW, Connor CG, Mullen DM, Wesley DM, Bergenstal RM. The fallacy of average: how using HbA1c alone to assess glycemic control can be misleading. Diabetes Care 2017;40:994–999 [PMC free article] [PubMed] [Google Scholar]
Συγγραφή εκπαιδευτικού υλικού:
Χρήστος Δαραμήλας
Βιολόγος, MSc «Φροντίδα στο Σακχαρώδη Διαβήτη»
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων – Συλλόγων Ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΠΟΣΣΑΣΔΙΑ)
Γεώργιος Τσούτσας
Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος, Υποψήφιος Διδάκτωρ ΑΠΘ
Ταμίας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων – Συλλόγων Ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΠΟΣΣΑΣΔΙΑ)